Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Και τι να είπω; Άλλως δε ησθανόμην σφοδρώς την ανάγκην ύπνου. Επί τέλους απεκοιμήθην. Δεν γνωρίζω προ πόσης ώρας εκοιμώμην ότε, εξαίφνης, ησθάνθην επί του ώμου μου ψυχράν και βαρείαν χείρα σείουσάν με. Ήνοιξα έντρομος τους οφθαλμούς και ανεκάθισα επί της κλίνης. Ο Νίκος ίστατο ενώπιον μου με τον δάκτυλον επί των χειλέων. — Σιωπή, εψιθυρισε. Κάτι τρέχει εδώ. Άκουσε!

Στα σανδάλια της έχει ραμμένα ασημένια κουδουνάκια. Φαίνεται θυμωμένη. ΕΥΝΙΚΗ. Τι τρέχει; Μόλις γύρισες βρισιές και προστυχιά μας επλημμύρισες.. . . Ευνίκη, πως βγαίνεις μόνη στο Παλάτι τέτοιαν ώραν;. . . ΕΥΝΙΚΗ. Έτσι μ' αρέσει.. . . ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Θα κρυώσης.. . . ΕΥΝΙΚΗ. Για ξεφόρτωνέ με τώρα.. . . Πολύ σε νοιάζει, βλέπεις, αν κρυώσω. Τι ψεύτης που κατήντησες. Ως τόσο 'γώ τάμαθα!

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Είναι δυνατόν να έφθασεν εκεί ο ίδιος; αδύνατον. Παράδοξον να φθάσουν ήδη εκεί αι δυνάμεις του! Συ Κανίδιε, θα διοικήσης τας δέκα εννέα λεγεώνας και τους δωδεκακισχιλίους ιππείς, ημείς δε θα επιβιβασθώμεν επί των πλοίων. Ελθέ, Θέτις μου! — Τι τρέχει, παλληκάρι μου; ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Μη πολεμήσης κατά θάλασσαν, ω γενναίε αυτοκράτορ· μη στηρίξης τας ελπίδας σου εις σαθράς σανίδας.

Κρότος παραθύρου ανοιγομένου ηκούσθη ήδη εις τον οικίσκον του γέρο-Παγούρη, όστις ακούσας την ακατανόητον έφοδον, την γενομένην την νύκτα εκείνην εις τον αυλόγυρόν του, ήνοιγε το παράθυρον και ηρώτα έκπληκτος·Τι είνε; τι τρέχει; . . . ποιος είνε; . . . ποιοι είστε; . . . ε! δεν ακούτε!

Η αυτή πόλις. Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Καλή νύκτα, αδελφέ· αύριον είναι η ημέρα. Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Το ζήτημα θα λυθή είτε κατά τον ένα είτε κατά τον άλλον τρόπον. Χαίρε. Ήκουσες αν συνέβη τίποτε παράξενον εις τους δρόμους; Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Όχι· τι τρέχει; Β'. ΣΤΡΑΤΙΩΤΉΣ. Ίσως είναι διάδοσις· καλή νύκτα. Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Καλή νύκτα, σύντροφε. Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Στρατιώται, άγρυπνοι φύλακες.

Είταν τα καράβια του Χοσρέφη, και καλημέριζαν τα Ψαρά την αξέχαστη εκείνη αυγή. Όλοι τους σηκωθήκανε στο ποδάρι, έξω από τον καημένο τον Παναγή· πετιούνταν από παντού να δουν τι τρέχει. Δεν περνάει πολλή ώρα και βλέπουν τούρκικες σημαίες απάνω στα βουναράκια, κατά το Φτελιά. Αυτό τους άνοιξε τα μάτια τους δόλιους τους Ψαριανούς. Σαν κοπάδι ξεκίνησαν κατά τη θάλασσα να γλυτώσουν.

Αλλά και όταν διηγήται τον λοιμόν και φαίνεται ότι μακρηγορεί, δύνασαι να εννοήσης ότι τρέχει μεν πάλιν και σπεύδει, αλλά τα γεγονότα τον αναχαιτίζουν, καθότι είνε πολλά.

Πλένεται λιγάκι, βάνει τα γιορτινά ρούχα του, τη φουφουλοβράκα τσακιστή ανεμιστή, γαλάζες κάλτσες, μυτερά παπούτσια· ζώνη στη μέση κοκκινομέταξο ζωνάρι· περνά το κεντητό γιλέκο· λεβέντικα τσακίζει στο πλευρό το τουνεζίνικο φέσι και τρέχει στο σπίτι της Λενιώς.

Ανοίγει η πόρτα, μπαίνει ο Μυλόρδος, παίρνει ο Σφακιανός τάλογο να το νοιαστή σε διπλανό χωραφάκι, τρέχει κι ο χωρικός να φέρη τον Προεστό. Συμμαζεμένη η Φωτεινή και λιγομίλητη στου ξένου την απερίμενη παρουσία. Άναψε το λυχνάρι, έκαμε τα πρεπούμενα, έπειτα στάθηκε αντίκρυ του με τα χέρια δεμένα.

Εκείνος δεν προσμένει· τον έβγαλα, τον έδιωξα, μάθημα πια δεν έδινε στην Ελένη, όχι! πρέπει ο κύριος αμέσως να γυρίση! Δεν είταν όνειρο· τον είδα. Να τος πάλε που ξετρυπώνει. Η αλήθεια ξετρυπώνει μαζί του. Από το παράθυρο απάνω, που κάθουμαι και καρτερώ, τον είδα. Να τος που ξεπροβάλλει. Όξω στο δρόμο τρέχει, τρέχει βιαστικά, πλάγι στο σπίτι, έρχεται από κει πίσω που είναι η πόρτα του μπαξέ.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν