United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς από σας καμμία Δεν τρέχει τώρα; πώς 'Κεί μέσα εις τα πλεόμενα Δεν ρίχνεσθε καράβια Των πολεμίων; Πώς, πώς της ταλαιπώρου Πατρίδος δεν πασχίζετε Να σώσητε τον στέφανον Από τα χέρια ανόσια. Ληστών τοσούτων; Είνε πολλά τα πλήθη των Και φοβερά εις την όψιν, Αλλ' ένας Έλλην δύναται Ένας άνδρας γενναίος Να τα σκορπίση.

Λοιπόν ποίος από τους δύο βραδείς είναι άραγε ο καλλίτερος δρομεύς, όστις τρέχει βραδέως εκουσίως ή όστις ακουσίως; Ιππίας. Όστις τρέχει βραδέως εκουσίως. Σωκράτης. Αλλά το τρέξιμον δεν είναι κάποια ενέργεια; Ιππίας. Βεβαίως ενέργεια. Σωκράτης. Αφού δε είναι ενέργεια, δεν παράγει κάτι; Ιππίας. Μάλιστα. Σωκράτης.

Την φοράν όμως αυτήν ηκολούθησε και ο μικρός υιός του παπά. Δεν ημπόρεσαν να τον γελάσουν, όπως την άλλην φοράν. Άμα είδε την συντέκνισσαν να έρχεται, εκατάλαβε πως κάτι τρέχει, κ' εκόλλησεν εκεί, εις την πόρταν της οικίας, εις την σκάλαν, όπου ήκουσε την είδησιν της γραίας. Το παπαδόπαιδον, μικρόν μαθητάριον δέκα ή ένδεκα χρόνων, ήτο πολύ περίεργον και επίμονον πλάσμα.

Αίφνης επί του ανωφερούς εδάφους, εις ουχί μεγάλην απόστασιν, φαίνεται νέφος κονιορτού, το οποίον προσημαίνει συνοδίαν προσεγγίζουσαν· και έν νεαρόν μειράκιον εκ Μαγδάλων ή Βηθσαϊδά, αδιαφορούν προς τους υπεροπτικούς ελέγχους των Φαρισαίων, δεικνύει προς τα εκεί και τρέχει εν εξάψει κραυγάζον: «Μάλκα Μεσσιχά! Και τώρα η συνοδία πλησιάζει.

Διψασμένο Περιστέρι Απετάει, και γύραις φέρει Πού να βρη, να πιή νερό. 525 Αποκεί που συνηθάει, Κι' άντα θέλει ξεδιψάει, Έχει χάση τον τορό. Ξαφνισμένο από Γεράκι Το αθώο το πουλάκι 530 Στα χαμένα περπατάει· Στα χαμένα τριγυρίζει, Και τον τόπο δε γνωρίζει, Μήτε ξέρει πού πατάει· Όσο τρέχει και απετάει, 535 Τόσο ανάφτει και διψάει, Και δροσιά επιθυμεί·

Έρχεται ο Τρύφος να θερμάνη το παγωμένο του κορμί, τον κουρασμένο νου του να δροσίση, μες την αφράτη αγκάλη της καλής του της πεντάμορφης. Τρώει, πίνει, καλοθερμαίνεται μαζί της. Πλαγιάζει μαγικά μες την ουράνια αγκάλη της και ξημερώνεται στο λόγκο πάλι το ταχύ. Και τρέχει ονειρεφτή και αδάκρυτη τρέχει η ζωή.

Κάποια βήματα που πλησίαζαν τον έκαναν να σηκώσει τα μάτια. Νόμισε πως τα αναγνώρισε: ήταν τα γρήγορα και ελαφριά βήματα ενός παιδιού, βήματα αγγέλου που τρέχει να αναγγείλει τα χαρμόσυνα μηνύματα, και τα θλιβερά. Ας γίνει το θέλημα του Θεού: εκείνος στέλνει τα καλά και τα κακά μαντάτα.

Και λένε, τάχαΧριστός κοντά μας! — ο μαβρο-Λιάκας ξεβρυκολάκιασε, ακούς, γιατί τον είχαν ζωντανό θαμένον. Κι αφτός, λέει, εβγήκε από την Κατουγής στον Απανωκόσμο, κ' επήγε κ' έπνιξε στον ύπνο τον παπά. Κι αφτός εσήκωσε το νου της άμοιρης γυναίκας του, που επήρε τα βουνά, και τρέχει το χωριό τόρα ανάστατο πίσω της, να την πιάσουν, μην πέση πουθενά και γκρεμιστή και γίνη το κακό μεγάλο...

Παιδιά, είπε τότε ο Αγάθων αποτεινόμενος προς τους δούλους, δεν πηγαίνετε να ιδήτε τι τρέχει; Και αν μεν είνε κανείς από τους ιδικούς μας, τον προσκαλείτε μέσα· ειδεμή, ειπέτε ότι δεν πίνομεν πλέον τόρα, αλλ' αναπαυόμεθα. Μετ' ολίγον ηκούσθη εις την αυλήν η φωνή του Αλκιβιάδου φοβερά μεθυσμένου και φωνασκούντος, ερωτώντος δε πού είνε ο Αγάθων και διατάσσοντος να τον οδηγήσουν παρ' αυτώ.

Διατί; ηρώτησε. — Αι, μα προς αύξησιν της οικογενείας, γιατί άλλο; — Πού ακόμα! . . . με λέγει. — Πώς πού; του είπα θυμωμένος. Είδες τη μαμμή; — Την είδα χθες, μου είπε δειλώς. Μα τι έχεις και μιλείς θυμωμένα; Κατηυνάσθην ευθύς. Του επήρα το χέρι και τον είδα περίλυπος. Εταράχθη. Δεν ήτο κουτός ο καϋμένος ο Π. αλλά πολύ αγαθός και αφελής. — Μα τι τρέχει; μου είπε χαμηλά.