Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Ολίγος αφρός καμπανίτου, έν τετριμμένον και κοινόν βαλς, δύο πρόστυχοι ρακέτται, της εμέθυσαν τον νουν, της επανεστάτησαν τα νεύρα, της εθάμβωσαν τας αισθήσεις και τρέχει ερωτόληπτος προς τον μηδαμινόν αντίζηλόν μου, τον Παυσίλυπον, και θέλγεται από τας εκδουλεύσεις των ανθρωπίσκων αυτού, οι οποίοι όμως δεν υπηρετούν παρά ένα ε ρ γ ο λ ά β ο ν!
Και δεν τους μέλει αν ομιλούν πολλήν ώραν ή συντόμως, αρκεί να επιτύχουν την αλήθειαν, ενώ αυτοί οι άλλοι ομιλούν πάντοτε βιαστικά — διότι τους βιάζει το νερόν της κλεψύδρας που τρέχει — και δεν επιτρέπει να ομιλήσουν δι' έν ζήτημα το οποίον επιθυμούν, διότι ο αντίδικος στέκει επάνω από το κεφάλι των και τους πιέζει και αναγινώσκει σχέδιον, έξω από το οποίον δεν επιτρέπεται κατά τον νόμον να ομιλούν, και το οποίον ακριβώς λέγεται αντωμοσία.
Τότε ο υιός του ο Καλάφ τρέχει και τον πιάνει εις τες αγκάλες του.
Σηκωθήτε, ωσάν να εσηκόνεσθε μέσ' απ' τα σάβανά σας, ωσάν νεκροφαντάσματα ελάτ', αυτήν την φρίκην να την ιδούν τα 'μάτια σας! — Τα σήμαντρα κτυπάτε! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Τι τρέχει, και το σήμαντρον με την φρικτήν κραυγήν του μας κράζει απ' τον ύπνον μας όλους εδώ; Ομίλει. ειπέ! ΜΑΚΔΩΦ Καλή Κυρία μου, δεν είναι να τ' ακούσης εκείνο πώχω να ειπώ· ο ήχος του σκοτόνει, αν έμβη εις γυναικός αυτί.
Τα μεγάλα επιθυμόντας, Περηφάνιαις κυνηγόντας, Καταντάν σε φαντασία, Που τους φέρει εις δυστυχία. Και ο κόσμος, που τους βλέπει, Τους γελάει, γιατί τους πρέπει. Η φαντασία, Σ' αυτή δε μένει, Στον κόσμόν όλο, Κι' ένα σκαλίδι Μ' αυτή τη ζάλη Αυτό κυττάζει, Ανησυχάζουν Ο κόσμος όλος, Ανώτερό του Κι' όλοι γελιούνται, Πασάνας θέλει Κι' επιζωής τους Για μεγαλεία Το δρόμο τρέχει Κοινή μωρία.
Αφορμή ας μη το κεντάει, 415 Τρέχει, ρίχνεται, πηδάει· Κι' αν δεν έχει τι να κάμη Κολυμπάει μες το ποτάμι. Κι' όποτε δεν είναι χρεία, Τότε πρόφασι κι' αιτία 420 Βρίσκει ευτύς στη θέλησί του Ν' αναπάψη το κορμί του. Στη συχνή τρυφήν εκείνη, Στην πολλή του γεροσύνη, Αρχινάει ν' αποσταίνη, 425 Κάθε τι να το χορταίνη.
ΤΕΡΨ. Λοιπόν, αυτήν την τάξιν κατακρίνω• έπρεπε να γίνονται τα πράγματα ούτω πως, ώστε ο γεροντότερος ν' αποθνήσκη προτήτερα και μετ' αυτόν ο κατόπιν ερχόμενος κατά την ηλικίαν• να μη γίνεται δε καμμία παράβασις αυτού του κανόνος, και να ζη μεν ο υπέργηρως, ο οποίος έχει τρία δόντια ακόμη, μόλις βλέπει, στηρίζεται επί τεσσάρων υπηρετών διά να βαδίζη και τρέχει η μύτη του, είνε δε τσιμπλιασμένα τα μάτια του και δεν έχει πλέον καμμίαν απόλαυσιν, οι δε νέοι τον εμπαίζουν ως ζωντανόν τάφον, και ν' αποθνήσκουν προ αυτού οι ωραιότεροι και ευρωστότεροι νέοι.
Εκείνη τρέχει άγρυπνη και χαμοπετά περίγυρα στ' άσπρα τους σπιτάκια, στους ανθισμένους κήπους, στις θλιμμένες γυναίκες και τ' αρφανά τους τα παιδιά· στα κλήματα σταφυλοφορτωμένα και τα γλυκόχυμα βοτάνια· στ' αφράτα χώματα και τα κρυσταλλένια νερά, στα λούλουδια και τα πούλουδα γλυκειάς πατρίδας, που δεν ελπίζουν να την ιδούν παρά μόνον στην υπνοφαντασιά τους! Άξαφνα, όμως εξύπνησαν οι θαλασσινοί.
Τέτοια πράγματα δεν είναι εύκολον να τα κρατήση κανείς μυστικά· είναι σαν άμμος μέσα εις κόσκινον, και τρέχει έξω· μετ' ολίγον ήξευραν όλοι, ότι ο Ρούντυ, αν και ήτο καλό παλληκάρι, όμως έδινε φιλιά εις τον χορόν και μόλα ταύτα δεν είχε φιλήσει ίσα ίσα εκείνην, που θα εφιλούσε με όλην του την καρδιά.
Σε λίγο σηκώνεται και προχωρεί σιγά σιγά, λίγο λίγο και ξανακάθεται κάπου και μετασηκώνεται, με το αλαφρό χαμόγελο στα άναιμα χείλια . . . Περνά, τρέχει από μπροστά της κανένα παιδί, αγέρας δροσερός, πολυθόρυβος, τα χείλια της γρηάς σαν ν' ανοίγωνται περισσότερο, σαν κάτι να αισθάνεται χαροπό και συνάζει τα ψύχαλα της ζωής που της έμεινε και πηγαίνει μπρος . . .
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν