Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Αν με φας, τι θ' απεικάσης; Σου χρειάζεται κάνα άλλο Απετούμενο μεγάλο, Κι' όχι εγώ, για να χορτάσης. Το Γεράκι λέει σ' εκείνο, Για τα αβέβιο όπιος τρέχει Μέτρα γνώσις δεν κατέχει· Και για ταύτο δε σ' αφίνω. Κάλλια πέντε και στο χέρι, Πάρα δέκα και καρτέρει. ΜΥΘΟΣ ς'.
Καθισμένος, ακίνητος, ο Τριστάνος την παρατηρεί, και απάνω στο δένδρο ακούει το τρίξιμο του βέλους που τεντώνεται στην κόρδα του τόξου. Έρχεται, ευκίνητη μα και προσεχτική, όπως συνηθίζει πάντα. «Τι συμβαίνει λοιπόν, σκέπτεται. Γιατί απόψε δεν τρέχει ο Τριστάνος να με προϋπαντήση. Μην είδε τάχα κανένα;» Στέκεται, ψάχνει με το βλέμμα τα μαύρα φυλλώματα.
Τρέχει αυτοπροσώπως ο ίδιος μετά τινων πεζών και ολίγων εφίππων και προκαταλαβών έν μέρος όπου εστένευεν αρκετά ο δρόμος, εκτύπησεν, οπισθοδρόμησε και εδίωξεν εις τα οπίσω τους εχθρούς, αφ' ού τους επροξένησεν ικανήν ζημίαν.
Α! ο Θεός ευλόγησε την γη που της έδωκεν αίσθημα. Όχι εκείνο το αναίσθητο στοιχειό που το αυλακώνεις και τρέχει να σβύση τ' αχνάρι σου σαν να μη θέλει ν' αφίση άλλος σημάδι στην αιωνιότητα· που το καλοπιάνεις, το παινεύεις, το τραγουδάς κ' εκείνο σε σπρώχνει σαν να σου λέγη «τι θες εδώ!» και βρυχέται να σου ανοίξη τον λάκκο, τίγρις ανήμερη. Ο Κάης θαλασσινός έπρεπε να πάη έπειτ' από το κακούργημα.
— Τίποτε, εψέλλισεν ο Μάχτος αμηχανών. — Τρέχει τίποτε; — Όχι — Διατί ήλθες και έφυγες ευθύς; επέμενεν η Αϊμά. — Ήθελα να κόψω ένα λουλούδι, είπεν ο Μάχτος. — Δεν κόβεις όσα θέλεις; Και ο Μάχτος επανελθών εις τον κήπον έδρεψεν ίον τι. — Αυτό μόνον ήτον; είπεν η νεάνις. — Βέβαια αυτό. — Και μ' ετρόμαξες. — Σ' ετρόμαξα; όχι, Αϊμά. — Πώς όχι;
Τον Ιπποδάμα παρακεί, σαν πήδησε οχ τ' αμάξι κι' έφεβγε ομπρός του, τούμπηξε στους ώμους το κοντάρι. Κι' αφτός φυσούσε μούγκριζε, σαν τάβρος που μουγκρίζει σαν τον τραβούνε οι νιοι μπροστά στον Ελικώνιο αφέντη ναν του τον σφάξουν, κι' ο θεός θωρώντας καμαρώνει· 405 έτσι ενώ μούγκραε, η αντρικιά φτερούγιασε ψυχή του. Κατόπι τον Πολύδωρο με το κοντάρι τρέχει να πιάσει, του Πριάμου γιο.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Αναλύομαι εις δάκρυα, αι κόραι μου στάζουν διαρκώς όπως η πηγή, η οποία τρέχει από βράχον ανήλιον. ΜΟΛΟΣΣΟΣ Ω, αλλοίμονόν μου, πως να σωθώ από αυτήν την δυστυχίαν!
Τέλος πάντων, αποφάσισα. Εντάξει, δεν το αρνιέμαι: η Νοέμι είναι ωραία και μου αρέσει, πάντα μου άρεσε, για να σου πω την αλήθεια. Τι τα θέλεις όμως; Η ζωή περνάει κι εμείς την αφήνουμε να τρέχει σαν το νερό στο ποτάμι, και μόνο όταν την χάνουμε καταλαβαίνουμε ότι μας λείπει.
Αλλ' αίφνης εκρούσθη η θύρα, και, μετά προφανούς δυσαρεσκείας είδε την καταξύριστον μορφήν του υπηρέτου ευσεβάστως παρακύπτουσαν όπισθεν του θυροφύλλου. — Τι τρέχει, Λουή; τον ηρώτησα εισερχόμενον. — Μία Τούρκισσα, απήντησεν υποκλινόμενος προ της συνοφρυωμένης μητρός μου, μία Τούρκισσα προς επίσκεψιν. — Προς επίσκεψιν ημών; Δεν είναι δυνατόν! Θα έχης λάθος, Λουή, πήγαινε!
Δι' αυτά αγανακτήσαντες ήλθαμεν εκ του Άδου και σου ζητούμεν να μας ικανοποιήσης διά τας αισχίστας προσβολάς τας οποίας υπέστημεν. ΑΝΑΖΗΣΑΝΤΕΣ. Εύγε, Διογένη, ωραία ωμίλησες δι' όλους. ΦΙΛΟΣ. Παύσετε τους επαίνους και τώρα ας χυθή νερόν διά την απολογίαν. Συ δε, Παρρησιάδη, έχεις τον λόγον το νερόν τρέχει εις την κλεψύδραν, ώστε μη χάνης καιρόν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν