Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Και οι αράπηδες θεριακομένοι, πάντα πικροί και αδάμαστοι εκάθονταν εκεί πνεύματα του απείρου, ανθρώπων όλεθροι. Μα του Λιβόρνου το βασιλόπουλο δεν τα κυτάζει αυτά. Της νέας ζωής του έθνους του σαρκωμένος πόθος αυτό, τρέχει γοργά εμπρός του ελπιδοφορτωμένο και πολυκάτεχο.

Ω αυθέντη, εφώναξα βλέποντάς τον, πώς είσαι εις αυτήν την κατάστασιν; Μα αυτός αντίς να μου αποκριθή, τρέχει και παίρνει ένα άλογον και καβαλλικεύοντάς το φεύγει με μέγαν φόβον χωρίς να μου ειπή λόγον· και καθώς εγώ εστοχαζόμουν μήπως του έτυχε κανένα εναντίον, έτσι αποφάσισα διά να τον ακολουθήσω.

ΑΛΦ. Ερωτικός ο λόγος, Ποσειδών, και μη με κατηγορής, διότι και συ ηγάπησες πολλάκις. ΠΟΣ. Γυναίκα αγαπάς, ω Αλφειέ, ή νύμφην ή καμμίαν από τας Νηρηίδας; ΑΛΦ. Όχι, αλλά μίαν πηγήν, Ποσειδών. ΠΟΣ. Και εις ποίον μέρος της γης τρέχει αυτή η πηγή; ΑΛΦ. Εις την νήσον Σικελίαν• την ονομάζουν Αρέθουσαν.

ΜΑΚΔΩΦ Και τα παιδιά μου; ΡΩΣ Επίσης! ΜΑΚΔΩΦ Μου τους άφησεν ο τύραννος ησύχους; ΡΩΣ Οπόταν έφυγ' απ' εκεί τους άφησα ησύχους. ΜΑΚΔΩΦ Μη μου φιλαργυρεύεσαι τα λόγια σου! Τι τρέχει; ΡΩΣ Οπόταν έφευγ' απ' εκεί να έλθω να σας φέρω τα νέα, 'πού το βάρος των πλακόνει την καρδιά μου, ηκούσθη ότι μερικοί 'σηκώθηκαντα όπλα.

Όλον το πέλαγος εσείσθη και το Κάστρον αντικρύ επήγε και ήλθεν από τον κρότον και τον κλόνον. Δύο γυναίκες γειτόνισσαι, που δεν είχον ύπνον κ' ελαγοκοιμούντο, πλαγιασμένοι η μία εις έν υπερώον, πλησίον εκεί στης Αναγκιάς, η άλλη εις έν κτήμα, ολίγον παρακάτω, ανεσκίρτησαν. Η πρώτη εσηκώθη, έρριψε βλέμμα έξω, κ' ηρώτησε τον νυκτοφύλακα, τι τρέχει. — Οι αγάδες έχουν ραμαζάνι, απήντησεν ο άνθρωπος.

Είνε αληθές ότι υποφέρει τρομερά εκ της ιδιοτρόπου απαγορεύσεως και σκέπτεται μελαγχολικώς ότι όλαι αύται αι διατάξεις, από της πρώτης εκείνης του δημιουργού μέχρι της τελευταίας της σήμερον, δεν έλαβον κανέν πρακτικόν αποτέλεσμα, ο άνθρωπος τρέχει κατόπιν του απηγορευμένου και ίσως είνε ο μόνος κανών ο χωρίς εξαίρεσιν.

Τόμ' σ' απείκασα μονοκοπανιάς σ' εγρούνισα! . . . Μα δε ξέρ'ς τίποτε, κυρά Γιαννού μ'! — Τι τρέχει παιδί μου; — Μεγάλο ζαράρι μ' ευρήκε, να' χω το συμπάθεια, θεια Γιαννού! Τρανό, άτυχο ντέρτι!

Τότε ο Αινείας τον θωράει που λιάνιζε τους λόχους, και τρέχει μέσα απ' τη σφαγή και των σπαθιών τους χτύπους, τον παινεμένο Πάνταρο πούθε να βρει ζητώντας.

Δεν ξέρετε, κυρία Λέλα, τι παράξενο κορίτσι που είναι.. Δεν εννοεί να ξεκολλήση από κοντά μου. Τρέχει αποπίσω μου. ΛΕΛΑΘα είναι πια μεγάλη κοπέλλα! Φαντάζομαι πως θα την καμαρώνετε. ΦΛΕΡΗΣΚλείνει τα δεκαπέντε τον Σεπτέμβριο. ΛΕΛΑΤόσο πολύ. Την έλεγα μικρότερη. ΛΕΛΑΔεν ήτανε ανάγκη νάρθη αυτός ο γέρος για να μου θυμίση να φύγω. Δεν είχα κανένα σκοπό να μείνω περισσότερο. Άκουσε, Τάσσο.

Ένα φιλί, να μου δώσης ακόμη ένα φιλί, Λέλα, ένα φιλί σου. — Γρήρορα, γρήγορα, να μη μας διή κανένας. Καρλή μου σ’ αγαπώ. Φέβγει, φέβγει. Σκοτεινιάζει. Τι ερημιά που την έχει η κάμερή μου! Τραβιούμαι στην κάμερή μου. Πέφτω και πλαγιάζω. Με παίρνει ο ύπνος. Έφυγε βιαστικά. Γιατί να φύγη; Πού τρέχει; Ακόμη φοβάται; Μήπως είταν όνειρο, Καρλή; Όχι. Όνειρο τέτοιο δε γίνεται.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν