Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


ΠΟΛΩΝΙΟΣ Και άφησέ τον να λαλή την μουσικήν του . ΠΟΛΩΝΙΟΣ Υγίαινε! Εισέρχεται ΟΦΗΛΙΑ ΠΟΛΩΝΙΟΣ Οφηλία, τι έπαθες; τι τρέχει; ΟΦΗΛΙΑ Ω! φόβος 'πού μ' επήρε, Κύριε, — ΠΟΛΩΝΙΟΣ Και από τι, 'ς το όνομα του Υψίστου; ΠΟΛΩΝΙΟΣ Τρελλός από τον έρωτά σου; ΟΦΗΛΙΑ Δεν γνωρίζω, αλλά τωόντι, Κύριε, το φοβούμαι. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Τι 'πε;

Και λέγοντας του πρόσφερε τη ράχη να καθίση· 145 Μον να βαστιέται όσο μπορεί, του λέει, μην γληστρίση. Ο Ποντικός, ογλήγωρος και μ' αλαφρό ποδάρι Απανωθιό του ερρίχτηκε ωσάν το παληκάρι. Και οχ το λαιμό του Μπάκακα, και οχ την πλατιά του μέση Σφιχτά με τα ποδάρια του κρατιέται να μη πέση. 150 Θωρεί πως τρέχει στου νερού την όψι, και μακραίνει Από την άκρα που κινάει, κι' όλ' ομπροστά παγαίνει.

Τον φώναξε όμως μια γνώριμη φωνή: ήταν η νεανική φωνή, λίγο λαχανιασμένη όμως, ενός αγοριού που κατοικούσε πλάι στο σπίτι των Πιντόρ. «Μπαρμπα- Εφισέ, μπαρμπα- Εφισέ!» «Τι τρέχει, Τζουαναντό; Είναι καλά οι κυράδες μου;» «Ναι, είναι καλά, μου φαίνεται. Με στέλνουν μόνο για να σας πω να γυρίσετε αύριο νωρίς στο χωριό, γιατί θέλουν να σας μιλήσουν.

Αλλά συ ευδόκησες, να με ξυπνήσης. Στον πόνο που με βύθισες είνε αδύνατο πλέον ν' ακούσω τίποτ' άλλο απ' της άρπες των λογισμών που σε δοξάζουν κι' απ' το ποτάμι της αιωνιότητας που τρέχει στα πόδια σου. Το κυπαρίσσι της ζωής μου σαλεύει την κορφή του προς τους ουρανούς. Βράδυ και πρωί περιμένει πως θα καταδεχτής να το κάψης, το μαύρο κυπαρίσσι που το ξέχασαν οι κεραυνοί σου, Κύριε!

Λοιπόν δεν είναι καλός μεν όστις τρέχει καλά, κακός δε όστις τρέχει άσχημα; Ιππίας. Βεβαίως. Σωκράτης. Και λοιπόν δεν τρέχει άσχημα όστις τρέχει αργά, καλά δε όστις τρέχει γλήγορα; Ιππίας. Μάλιστα. Σωκράτης. Τότε λοιπόν εις τον δρόμον και εις το τρέξιμον η μεν ταχύτης δεν είναι καλή, η δε βραδύτης κακή; Ιππίας. Και τι άλλο περιμένεις να είναι; Σωκράτης.

Συγχρόνως εσφενδόνισε την ράβδον προς τα κάτω, ήτις στρυφοδονήσασα επήγε τριάντα βήματα μακράν τον κατήφορον και πεσούσα εκτύπησε την ρίζαν μιας νεοφύτου ελαίας. — Τι τρέχει, αδελφέ; είπεν ο γέρο-Πέτρος. — Να τος! να τος! έκραξεν έξαλλος ο καπετάν Γεωργάκης, δεικνύων αριστερώτερα ολίγον του μέρους, όπου είχε πέσει η ράβδος. Ο γέρο-Πέτρος εσηκώθη κ' έκαμε τον σταυρόν του.

Ρεκάζει τ' αγριόγιδο, μπροστά σουράει ο τράγος, Και τρέχει ακράτητη η κοπή κι' αραδιαστή κι' ακέρια, Τρέχει και τ' αγριόγιδο με τον οχτρό του απάνω. Ζαλίζεται καμμιά βολά, ξεκόβεται από τάλλα, Και με τα ορθά του κέρατα τον σταυραετό παλεύει, Παίρνει καινούργιο απίδρομο και δύναμιν και θάρρος Και τρέχει πάλι και πηδάει και ρεκασμόν ξεσέρνει. Στερνά δειλιάζει, σταματά και ματωμένο γέρνει.

Δεν λέγει λέξιν, αλλά καταπίπτει επί μιας καθέδρας, και ασθμαίνει κοπιωδώς, ως φύσα σιδηρουργείου. — Τι είνε; φωνεί αναπηδώσα από της έδρας της η σύζυγός του, Τι τρέχει; τι έπαθες; Ο Περδίκης προσπαθεί να ομιλήση, αλλ' η φωνή του εκπνέει εις τον λάρυγγά του. — Δος μου εδώ ένα ποτήρι νερό, Ασπασία! κραυγάζει η Κ. Πηνελόπη, Γρήγορα. Έλα! Και ποτίζει τρυφερώς τον συμβίον της.

Και εδείκνυαν το άδειον εργαλείον, διότι εφαντάζοντο ότι οι άλλοι έβλεπαν το ύφασμα. — Τι τρέχει; εσυλλογίζετο ο βασιλεύς. Δεν βλέπω τίποτε! Φρίκη! Είμαι κουτός; Δεν είμαι άξιος να είμαι βασιλεύς; Τι έπαθα! Και επρόσθεσε δυνατά: — Είναι πολύ καλόν! Μας ευχαριστεί εις άκρον!

Αν είναι τόσο το βάρος που να μην μπορή μια Συνείδηση να το σηκώση, φωνάζει το Ζαπτιέ ο Αγάς, του δίνει προσταγές που τρομάζουν έναν ανήξερο, τρέχει ο Ζαπτιές, ξετρυπώνει τον Κροκόδειλο, προφταίνει κι αρπάζει από το στόμα του κατιτίς, και σου το δίνει, αφού κρατήση το μισό για πλερωμή του ηρωισμού του.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν