Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Μον έλα τρέχα τ' άλογα ίσα στον Άρη πρώτο, και ζύγωσε και κάρφωσ' τον, σέβας αφτός δε θέλει, 830 τέτιος φριχτός διπρόσωπος τέτιος λυσσιάρης σκύλος, που πριν μας τόταξε ρητά, κι' εμένα και της Ήρας νάναι βοηθός των Αχαιών, να πολεμάει τους Τρώες, και τώρα εκείνα τα ξεχνάει και τρέχει με τους Τρώες

Τότες δεν είδες να δειλιά το βασιλιά Αγαμέμνο, μήτε να χάσκει δένοντας τα χέρια, μον να τρέχει στον πόλεμο που τα καλά δοξάζει παλικάρια. 225 Τ' αμάξι το χαλκόλαμπρο με τα φαριά του αφίνει· λαχανιασμένα ο παραγιός πίσω βαστούσε τ' άτια, του Φτόλεμου ο πιδέξος γιος, ο δυνατός Βρυμέδος, που σαν τον καλορμήνεψε κοντά ναν του τα φέρει άμα αποστάσει βγάζοντας τόσο λαό στη μάχη, 230 πήγε πεζός και διάβαινε των Αχαιών τους λόχους.

Ένιωσε εκείνος τη φωνή πως η θεά λαλούσε, και τρέχει, πέρα ρήχνοντας την κάπα· κι' ο Βρυβάδης την πήρε, ο κράχτης ο Θιακός, που πάγαινε μαζί του· κι' ατός του τρέχοντας κοντά στον Αγαμέμνο, παίρνει 185 εφτύς το γονικό ραβδί απ' τ' αρχηγού τα χέρια, τ' άλιωτο πάντα, και περνάει τα πλοία πέρα δώθες.

Το στόμα του άκοπα ποτάμι τρέχει Από απερίγραφταις χοντροβρισιαίς, Οξέδρα ακάθαρτη ποτέ δεν έχει Δυσωδικώτεραις μαγαρισιαίς, Ως και για λόγου του, άντα ξηγέται, Τόσα ασκημόλογα θελά ειπή, Οπού κι' αναίσχυντος να τα διηγέται Με βεβαιότητα θελά εντραπή. Μη παίρεις, φώναξα, αυτά προς βάρον Του λόγου σου άδικα μη τον λυπάς· Σα δεν ορέγεσαι πορδ-ς γαϊδάρων, Ποτέ αποπίσω τους κοντά μην πας.

Τι σαν τον είδε πούφεβγε οχ το νερό με πόδι 49 κατάκοπο απ' την κούραση, σηκώνει το κοντάρι 52 67 ναν τον καρφώσει, μα ο Λυκάς πριν σκύβει και σκυμένος 68 τρέχει κι' εφτύς τα γόνατα του πιάνει, κι' ίσα τ' όπλο περνά απ' τη ράχη απάνωθες και μπήγεται τρεχάτο στο χώμα, σάρκα ανθρωπίνη ζητώντας να δαγκάσει. 70

Ως και ταργαστήρια κλείστηκαν πια. Ψυχή πια δε βγαίνει στο δρόμο. Ρημάχτηκε το χωριό, κι άλλο δεν ακούς παρά μυρολόγια, άλλο δε βλέπεις παρά ξυλοκρέββατα, και τον Πάτερ Συνέσιο που περπατάει από μπρος και σιγοψέλνει. Κ' ύστερα από κάθε θάψιμο τρέχει, λέει, από σπίτι σε σπίτι με την άγια μετάληψη για τους φτωχούς που ψυχομαχούν.

Ο Βασιληάς βλέπει στο κρεββάτι κατακκόκινα τα σεντόνια και στο πάτωμα την ψιλή φαρίνα βρεγμένη από φρέσκο αίμα. Οι τέσσερες βαρόνοι που μισούσαν τον Τριστάνο για την αντρεία του, τον κρατούν στο κρεββάτι, κι' απειλούν τη Βασίλισσα και την κοροϊδεύουν, την περιγελούν και της υπόσχονται καλή δικαιοσύνη. Ανακαλύπτουν την πληγή που τρέχει.

Αλλά όταν ήκουσαν τον ποδόκτυπον του αλόγου, παρεζαλίσθησαν και οι δύο, και η κυρά παρεκάλεσε τον καλόγηρον να κρυφθή μέσα εις έν μεγάλον κιβώτιον, ο δε καλόγηρος εχώθη μέσα, διότι εγνώριζεν ότι ο γεωργός δεν ημπορούσε να τον υποφέρη, και εφοβείτο. Το φαγητόν και το κρασί τα έκρυψε βιαστικά μέσα εις τον φούρνον, διότι αν ο άνδρας της τα έβλεπε, θα την ερωτούσε τι τρέχει.

Ευκίνητη πηγαίνει κι' όμως περίφοβη, κυττάζοντας σε κάθε βήμα μήπως πίσω από τα δέντρα προδότες είναι κρυμμένοι. Μόλις τη βλέπει ο Τριστάνος με τα χέρια ανοιχτά, τρέχει απάνω της. Τότε η νύχτα κι' ο φιλικός ίσκιος του μεγάλου πεύκου τους προστατεύουν. . ..

Το έβλεπα κ' εγώ ότι κάτι τρέχει, αλλά τι; Δεν ήτο καιρός επεξηγήσεων, ενώ εβαδίζομεν τροχάδην πηδώντες επί των βράχων, άλλως δε ήτο πρόδηλον ότι δεν εκέρδιζα πολύ ερωτών προτού φθάσωμεν και ημείς εις την εκκλησίαν. Αλλά πριν ή έτι φθάσωμεν είδα τους προ ημών αφιχθέντας εις κίνησιν πάλιν. Η εμπροσθοφυλακή ανέβαινεν ήδη προς το απέναντι βουνόν και ανέβαινε μετά βίας.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν