Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Αφίνει ήσυχο το βοσκαρούδι, να κάνη τη δουλιά του· να στέλνη την καλημέρα της άμοιρης μάνας του... — Ντε! Ψαρή μ' ντεεεέ! πάρ τα ξερά σου!.. — Με καιρό ύστερα, οπού λες, θάταν φαίνεται Μεγάλη Σαρακοστή, που νηστέβουμε εμείς στα χωριά, γιατ' είχε καιρό πια να κυλήση αρνί της σπηλιάς το νερό για τη χήρα του Νάκο-Μήτρα, κ' είχε καιρό να κυλήση την καλημέρα στην καλή τη Ζαχαρούλα.

Η μάνα μου δε μούλεγε τίποτε· αλλ' η αδερφή μου, που δεν είχε πάψει, φαίνεται, να τη συμπαθά λίγο, μούπε πως η κατάστασή της ήτο πολύ άσχημη. Ο πυρετός κιο βήχας δεν την άφηναν νύκτα και μέρα και στην εκκλησία, που πήγαινε σπάνια, της ερχόντανε λιγομάρες κέφευγε στη μέση της λειτουργίας ή του σπερνού. Τώρα έβγαινε πολύ λιγοστά από το σπίτι.

Χιμίζει ό αέρας να σε ρίξη κάτου, συ θεριεύεις ανάμαλλο μεμιάς, στο αγρίεμα, στο θυμό, στο βούισμά του βουίζεις, αγριώτερα βογκάς. Κι αυτό τα πόδια που σου έγλυφε, τώρα να σε γκρεμίση ορμά και το νερό. Το αψηφάς· με το σίφωνα, την μπόρα συ παλεύεις μεγάλο, δυνατό. Και σε θωρώ: γαληνεμένο πάλι, ορθό, ψηλό στη μολυβένια αυγή, μόνο η δαρμένη φυλλωσιά τη ζάλη, την αντάρα της νύχτας μαρτυρεί.

Μόλις ανέβηκε το θρόνο ο Καρακάλλας , και ξανασπάσανε μερικά προμηνύματα της φοβερής πλημμύρας που κατέβαινε, όλο κατέβαινε. Το πρώτο όμως μεγάλο κακό, που έκαμε τους Ρωμαίους και τα χρειάστηκαν κάπως, έγινε στον καιρό του Φιλίππου, ως 250 μ. Χ.· Κατέβηκαν τότες οι Γότθοι ως την Κάτω Μοισία, τη σημερινή Βουλγαρία. Χάλασαν τον κόσμο και κει, και στη Θράκη κάτι αργότερα.

ΓΥΝΑΙΚΑ. Τον Καίσαρα η λέπρα καταριέται να τον φάη! ΓΥΝΑΙΚΑ. Και στη λάσπη σαν γουρούνι να κυλιέται. Γρηά Ασπρομαλλούσα, γυρισμένη πάνω στο ραβδί της. Τη νύκτα ονειρεύτηκα ενύπνιο γιομάτο φρίκη. . . Το βδέλυγμα της ερημώσεως 'πάνω από τη Θεσσαλονίκη τα σουβλερά του νύχια πάλι γράπωσε. Το θύμα ο Αντίχριστος βρήκε για να χορτάση την ερημικιά του δίψα.

Για να ξαναπή τη θαυμασία τους ιστορία: το μάγευμά τους, της χαρές τους, τους πόνους τους και το θάνατό τους, έτσι όπως εβγήκε από τα βάθη του Κελτικού ονείρου και εγοήτευσε και συνετάραξε την ψυχή των Γάλλων του δωδεκάτου αιώνος, εχρειάσθη να αναπαραστήση, με την δύναμη μιας φαντασίας συμπαθητικής και μιας υπομονητικής σπουδής, την ίδια εκείνη την ψυχή, την ώρα που μόλις έβγαινε από την ομίχλη, και που η συγκινήσεις αυτές της ήτανε όλως διόλου καινούργιες.

ΔΙΑΦΟΥΑΡΟΥΣ Την αγαλλίασι που αισθανόμεθα . . . ΑΡΓΓΑΝ Να μπορούσα να έλθω στο σπίτι σας. κ. ΔΙΑΦΟΥΑΡΟΥΣ Για τη χάρι που μας εκάνατε . . . ΑΡΓΓΑΝ Για να πεισθήτε. κ. ΔΙΑΦΟΥΑΡΟΥΣ Να θελήσετε να μας δεχθήτε . . . ΑΡΓΓΑΝ Αλλά ξαίρετε, κύριε, κ. ΔΙΑΦΟΥΑΡΟΥΣ Εν τη τιμητική, κύριε, ΑΡΓΓΑΝ Τι είναι ένας δυστυχής άρρωστος, κ. ΔΙΑΦΟΥΑΡΟΥΣ Συγγενεία σας. ΑΡΓΓΑΝ Που δεν μπορεί να κάνη τίποτε άλλο, κ.

Και κάτων από τ’ ουρανού τη διάπλατη τη σκέπη, Χειροπιασμένες δυο αδερφές : τη Μέρα και τη Νύχτα.

Και μ' ένα είδος πόθου να ξακολουθήσουμε ό,τι αρχίσαμε, αποφασίσαμε να περάσουμε αντίπερα, στην κατοικία του δεύτερου καλοκαιριού, σ' ένα κόκκινο σπιτάκι, που το θυμόμαστε στην άκρη του δάσους, σ' ένα μικρό λιβάδι, όπου αποκοιμίζαμε το πρώτο μας παιδί μέσα σ' ένα λευκό πλεχτό καροτσάκι κάτω από το γαλάζιο σκέπασμα. Περάσαμε τώρα εκεί με τη βάρκα και ξέραμε πως θα βρούμε μια έρημη ακρογιαλιά.

Για να έχω την ευχαρίστηση να κάνω μια παραπομπή στον ίδιο τον εαυτό μου, οι πόνοι της Εκάβης είναι κατάλληλο μοτίβο για τραγωδία, ακριβώς γιατί η Εκάβη δεν μας είναι καθόλου σχετική. Χώρι' απ' αυτό το νεωτεριστικό γίνεται πάντα παλαιικό. Ο Zola κάθεται για να μας δώση μιαν εικόνα της Δευτέρας Αυτοκρατορίας. Ποιόνε νοιάζει τώρα για τη Δευτέρα Αυτοκρατορία; Είναι παράκαιρο.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν