Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Στην Κρετσούνιτσα ζούσε ως τα πρόπερσυ ένας πιστικός, Σιάνος λεγόμενος, που πίστευε ο κόσμος, ότι τον είχαν πάρει οι Ξωτικιές. Τον είχα ρωτήσει πολλές φορές να μου ειπή πώς είταν οι Ξωτικιές, και μου έλεγε όλο και τα ίδια: — Είχα τα γίδια στην πλαγιά και καθόμουν σ’ ένα τσιογκάρι και τ’ αγνάντευα. Λάλησα λίγο τη φλογέρα, κι’ ύστερα, σα να νύσταξα, έκλεισα τα μάτια μου.
Ο γέροντας πρώτος, απλωμένος προύμυτα στην πλάκα, τα χοντρά χείλη του ανοίγει φάραγγας, δείχνει τα δόντια του σαν να θέλη να χάψη τα πέλαγα. Τα δύο του παιδιά επάνω ανασκελωμένα, σηκώνουν τα μάτια με πόνο στον ουρανό, λέγεις και γυρεύουν το έλεος. Δίπλα ο ανεψιός με τη σαγώνα ξεκλειδωμένη μορφάζει απαίσια σαν να αισθάνεται ακόμη τον πόνο του.
Σε ποιον άλλονε παρά &Σε Σένα&, που με ταθώο της ζωής αφρόγαλα μαζί, φλέβα σε φλέβα την ψυχή της Μάνης μας της ακριβής μέσα μου έχυσες, κόμπο σε κόμπο μ' επότισες τη Ρωμέικη Ψυχή τη Μεγάλη;
Ότε είδον κατά τύχην έν φύλλον της εφημερίδος εν η δημοσιεύεται η μετάφρασις, δεν ανεγνώρισα πλέον την &«Γυφτοπούλαν»&. Ούτως εν τη σκηνή εκείνη του πρώτου μέρους, εν η εκφεύγει εκ του σιδηρουργείου διά μέσου των διωκτών της, εισάγεται η Αϊμά φοβουμένη και τρέμουσα ουχί υπέρ εαυτής, αλλ' υπέρ του Μάχτου.
Ναι, δεν πιστεύω να μπορούσε και να υποψιαστή ακόμα πόσο αυτή η συνδημιουργία μαζί της μου είτανε πολυτιμότερη από τη δημιουργία την ίδια.
Τη είχε δ' επέλθει προς στιγμήν η ιδέα να καλέση κουρέα, όπως καλλωπίση τους αγριωπούς τούτους μοναχούς τους εγκεκολημμένους επί των λίθων και επί της κονίας, αλλ' ύστερον μετεμελήθη ιδούσα το δύσκολον της εκτελέσεως του αλλοκότου τούτου σχεδίου. Ήτο δε η πρώτη φορά καθ' ην παρητήθη, διότι συνήθως επέμενε μέχρι τέλους εις τας ιδέας της, και η ισχυρογνωμοσύνη ήτο η κυριωτάτη αυτής αρετή.
— Ξέρω 'γώ; Η αστυνομία. Έλα κουνήσου, φέρε τη δεκάρα! — Μα γιατί σ' εξώρισαν; — Πολλά λες. Κύλα τη δεκάρα, σου λέω. — Θέλω πρώτα να μου πης γιατί σ' εξώρισαν. — Γιατί θέλουν να διώξουν όλους τους τίμιους ανθρώπους από την Αθήνα και να μείνουν μόνον οι κλέφτες κ' οι μπαγαπόντιδες. θα δώσης τώρα τη δεκάρα ή να.... — Τι; — Έλα, μη μου βγάλης τη ψυχή για μια παλιοδεκάρα. — Δεν έχω δεκάρα.
— Να μη του συνορίζεσαι, γιατί 'νε αψόθυμος, μα κακός δεν είνε. Και στο ύστερο είντα σε γνοιάζει;.. Δε σε φτάνει ... που σαγαπώ εγώ; είπεν η Πηγή με φωνήν μόλις ακουσθείσαν. Τα μάτια του Μανώλη εξήστραψαν. — Κ' εγώ σ' αγαπώ, είπε, μα θωρείς πως δε μας αφίνουνε. — Και θα περνάς πάλι απού τη στράτα μας να σε θωρώ; — Ντα μπορώ να μην περνώ; είπεν ο Μανώλης και το πρόσωπόν του εκοκκίνιζεν, ως μύδρος.
Η μεγάλη και δοξασμένη αυτή Πρωτεύουσα του Ιλλυρικού είταν τότες Γότθους γεμάτη. Τους Γότθους αυτούς, πράμα πολύ φυσικό, δεν τους πολυχώνευαν οι ντόπιοι, κι όχι τόσο από φυλετική όχτρητα, όσο από τις ληστείες και τις αρπαγές που βασάνιζαν τη χώρα αφότου σκορπιστήκανε στο Βασίλειο μέσα.
Ενώ δε ούτοι έπασχον ταύτα, ο Δημοκήδης έφθασεν εις την Κρότωνα. Φθάσαντος δε αυτού εις τη πατρίδα του, ο Αριστοφιλίδης απέλυσε του Πέρσας και τοις απέδωκεν ό,τι έλαβεν εκ των πλοίων των. Εκπλεύσαντες εκείθεν οι Πέρσαι και διώκοντες τον Δημοκήδην έφθασαν εις την Κρότωνα· ευρόντες δε αυτόν περιφερόμενον εις την αγοράν, τον συνέλαβον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν