Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
ΒΕΡΑ — Μιλώ για τον εαυτό μου. Πώς να ζυγώσω στο βωμό, πώς θέλεις να ζυγώσω; Και τι να φέρω στους θεούς; Αλλοίμονο! Ένα σώμα αρρωστημένο, γερασμένο! Μια ψυχή πληγωμένη! Μια κουρασμένη σκέψη. Οι θεοί δε θα δεχτούνε τη θυσία μου. Θα μοιάζη σαν ιεροσυλία. ΦΛΕΡΗΣ — Αλλοίμονο! ΒΕΡΑ — Μιλώ λοιπόν τόσο σκοτεινά, που δεν με καταλαβαίνεις; ΦΛΕΡΗΣ — Αλλοίμονο!
— Αλλοίμονο, κοπέλλα μου, της είπε. Αυτός δεν είναι πια στον απάνω κόσμο. Μέσα στα σπλάχνα της γης, μέσα στους άγριους τους τόπους, έφαγε τα νιάτα του, γυρεύοντας την τύχη του. Δεν τον βοήθησε ο Θεός. Βγήκε χλωμός, με την ψυχή στο στόμα απ' τα σκοτεινά λαγούμια της γης, για να ξαναμπή πάλι για πάντα. Και τα μάτια του ξένου τρέχανε δάκρυα.
Με μιας μ' αυτόν βασίλεψε και το φεγγάρι 'ς τα βουνά. Του Βάλτου κ' έγειναν με μιας βουνά, λαγκάδια σκοτεινά. Ποιος ήταν αυτός πούφερε το μυστικό χαμπέρι Απ' του Ομέρ τ' ασκέρι; Πέτε τον σεις, 'ψηλά βουνά, βρυσούλαις και λαγκάδια. Σεις, που τον συντροφεύετε τόσαις αυγαίς και βράδυα! Πέτε τον σεις βράχοι κλαριά, του Ομέρη τον προδότη. Τον Κώστα το Γιαννιώτη! Ξημέρωναν Χριστούγενα.
Επί τέλους ηκούσθησαν βηματισμοί εις την αυλήν και η βαρεία της οικίας θύρα ηνοίχθη υπό γραίας υπηρετρίας κρατούσης λύχνον, διά του οποίου εφώτισε το πρόσωπον του αγωγιάτου και το ιδικόν μου. Ο Νίκος παρέκει, ψηλαφών εις τα σκοτεινά, κατεγίνετο να εξακριβώση εάν ήσαν σώα τα πράγματά μας και ανελλιπή επί των ώμων των ημιόνων.
Κατά τις οχτώ η ώρα την αβγή, που εσήμανε της Επιστασίας το κουδούνι νανοίξουν τα δωμάτια, να βγούνε στον περίπατο μες το κατάστενο για τόσον κόσμο προάβλιο οι φυλακισμένοι· ο Βλαχογιώργος, αρχιφύλακας και σήμερα πάλι, κρατώντας στο χέρι κρεμασμένα μιαν αρμαθιά κλειδιά γιαλιστερά κι άσπρα απ το πολύ το τρίψιμο και τ' ολημερινό ανοιγόκλειμα, διαβαίνοντας με τον Επιστάτη μαζί μπροστά στις σιδερόφραχτες τις πόρτες των κελιών, — που σκοτεινά και ανήλιαστα εφάνταζαν υγρές και κρυερές σπηλιές στης τάπιας της ολόχοντρης τα βαρυθέμελα τειχιά ανοιγμένες, και έσφιγκαν θανατικά στα βρώμικα τα βάθη τους, ένα φουρκί τόπον εκεί, ολόκληρον κόσμον πεθαμένον κι ολοζώντανο· — έστρυφτε στα βαριά λουκέτα τα κλειδιά, έσερνε με κρότον πολύ και τους βαριούς τους μάνταλους· άνοιγε τις σιδερόφραχτες τις πόρτες που έτριζαν στις ρίζες τους χοντρές και βαρυκίνητες, κ' εφώναζε αδιάκοπα διαβαίνοντας από πόρτα σε πόρτα, με τον Επιστάτη ξοπίσω·
Τον ηυχαρίστησα και αφήσαντες την οδόν εισήλθομεν εις μίαν ατρωπόν χλωροφυτευμένην, η οποία μετά ημίσειαν ώραν πορείας εχάνετο εις ένα δάσος, το οποίον εσκέπαζε τους πρόποδας λόφου. Διεσχίσαμεν τα υγρά και σκοτεινά αυτά δάση, εκτάσεως δυο μιλίων περίπου, και ευρέθημεν έμπροσθεν του φρενοκομείου.
Ενώ η γριά πάλευε κατ' αυτόν τον τρόπο με τες αναμνήσες της και τον μητρικό της τον πόνο, κι' ο ύπνος πετούσε μακρυά από τα μάτια της, και προχωρούσε η συννεφιασμένη και κατάμαυρη νύχτα με τα σκοτάδια της, με τα ισκιώματά της, με τα φαντάσματά της, με τους πειρασμούς της, με τους δαιμόνους της, με τους κατσιποδαραίους της, με τους καληκαντζάρους της, με τους βρυκολάκους της, με τα στοιχειά της, με τα σκοτεινά της τα μυστήρια, με τον άγριο τον άνεμό της, που βογγούσε ψηλά στες στέγες, σαν ψυχή κολασμένου γίγαντα, και με τα τρομαχτικά γαυγίσματα των σκυλλιών, μέσα στους αυλόγυρους ή όξω στους δρόμους και κοιμώνταν η Μαριανθούλα βαρυά-βαρυά, σαν όλα τα παιδάκια στην αγκαλιά τη γλυκύτατη της βάβως της, σαν αρνάδα στον προσήλιο.....
Αυτό 'μπορώ να το ειπώ, αλήθεια! Είχε το χέρι του βαρύ και γρήγορα 'κτυπούσε. Απέθανε κ' εσάπισε. ΚΕΝΤ Εγώ, αυθέντα, ήμουν. Εγώ... ΛΗΡ Αυτό θα το ιδώ αμέσως. ΚΕΝΤ Εγώ είμαι, που τ' άτυχά σου ρήματα παντού ακολουθούσα, αφού σε κατεπλάκωσε η συμφορά κ' η πίκρα. ΛΗΡ Καλώς μας ώρισες λοιπόν. ΚΕΝΤ Όχι καλώς, διότι εδώ είν' όλα θλιβερά και σκοτεινά και μαύρα.
Πώς ντρέπομαι τώρα. Δεν μπορώ να σας κυττάξω. ΝΙΚΟΣ — Είναι η δεύτερη φορά, Δεν είναι; Ναι. Μα την πρώτη φορά ήτανε σκοτεινά. Δε θυμάσθε; ΝΙΚΟΣ — Το τρίτο θα είναι πάλι στα σκοτεινά. Και θα είναι μεγάλο, μεγάλο φιλάκι χωρίς τέλος. Τώρα.... Μάλιστα... Πάνε όλα τώρα... Τώρα που δε μ' αφίνει πια ο μπαμπάς νάρχωμαι μαζή σας.
Μέλος νεκρώσιμον αοράτων πνευμάτων, εν νυκτίαις φοβεραίς ώραις επικαθησάντων, θαρρείς, επί των ακροτάτων της νεώς και θρηνούντων εν ιαχή του ερήμου πελάγους. Αθέατα τελώνια, κρεμάμενα από των πολυσχιδών σχοινίων των αρμένων, αρχίζουν να παίζουν τραγούδια τρελλά, τραγούδια μέθης, αποκρηάς τραγούδια, τραγούδια χορού, ζωής τραγούδια, θανάτου τραγούδια. Ανακατωμένα, σκοτεινά τραγούδια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν