United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΟΛΟΙ. Καλώς ώρισες καπετάνιο. ΑΛΒ. Πω τι κάνεις σκοτεινά; πρα άνοιξες ορέ το παραθούραις να γλέπης ψύχα.

Η ανάμνηση του γυναικείου κόρφου, π' άγγιζε και πιεζότανε πάνω μου, άναβε το αίμα μου και στη φαντασία μου παρουσιάζοντο απόρρητα της ζωής, που, έως τελευταία μόλις υπώπτευα κι' ακόμη μούμεναν σκοτεινά και μυστηριώδη. Τη δευτέρα του Θωμά έφυγα για την πόλη, Κι' αυτή τη φορά η λύπη μου ήτο μεγαλείτερη παρά την πρώτη αναχώρησή μου.

Τους έδειξε μια φλέβα Μες ’ς τη διχάλα, κόκκινη.. Δεξιά, ζερβιά, μαυρύλαις Σαν κυπαρίσια νεκρικά, κ' εδώ κ' εκεί λειψάδαις Και σκοτεινά κοιλώματα.

Απ' όλα όσα γίνανε και που πολλά απ' αυτά μου φαινόντανε τότε σκοτεινά κι αξήγητα, ένοιωσα πως αυτά είταν η εξήγηση της μοίρας της και της δικής μου και θα είχα απελπιστεί, αν τα έβλεπα τότε όλα τόσο καθαρά, όσο τα βλέπω τώρα.

Γιατί ο Πέτρος ήτανε τυφλός κ' η Μαρία είχε δυο μεγάλα, καταγάλανα μάτια σαν το χρώμα τουρανού και σαν το χρώμα του νερού κάτω απ' το φεγγάρι και σαν το χρώμα των γαλάζιων πετραδιών, που βγαίνουνε απ' το σκοτεινά βάθια της γης. Και γι' αυτό τα μάτια της Μαρίας λάμπανε το ίδιο μέσα στο φως και μέσα στο σκοτάδι.

Ημέραις έπλεε δεκαεπτά, καιτην δεκάτη ογδόη τα ισκιωμένα εφάνηκαν τα όρη των Φαιάκων, της γης, οπού εγγυτότερηντον δρόμο του απαντούσε• 280 και ωσάν ασπίδα εφαίνονταντα σκοτεινά πελάγη. κ' έστρεφε απ' τους Αιθίοπαις ο μέγας κοσμοσείστης, και αυτόν μακρόθ' εξάνοιξεν απ' τα όρη των Σολύμων, οπ' έπλεετην θάλασσα, και ωργίσθη ακόμη πλέον. την κεφαλήν εκίνησε και μόνος είπε• «Ω Θε μου! 285 άλλα οι θεοί βουλεύθηκαν ως προς τον Οδυσσέα, ενώ ήμουντους Αιθίοπαις• κ' ιδού, 'που των Φαιάκων εκείνος έγγιξε την γη, 'που η μοίρα του εκεί θέλει το μέγα δίκτυ του κακού να φύγη, οπού τον έχει. αλλά θαρρώ 'π' ακόμη εγώ θα τον χορτάσω πάθη». 290

Δεν θέλουν φως οι ερασταί τα κάλλη των τους φέγγουν! Είναι τυφλός, και προτιμά τα σκοτεινά ο Έρως. Έλα, ω νύκτα ήσυχη και ταπεινή, ω! έλα με την σεμνήν σου φορεσιάν, 'ς τα μαύρα βουτημένη, και μάθε μου να νικηθώ, εις τρόπον να νικήσω, 'ς την πάλην την ερωτικήν δυο καρδιών παρθένων.

Αυθέντη, είπεν η γραία, πίστευσε εις τα όσα σου λέγω, διατί η άκρα ωραιότης της Βασιλοπούλας είναι τόση, που όστις την ιδή εβγαίνει από τον εαυτόν του και δεν στοχάζεται τον θάνατον διά το ουδέν. Και πως αυτά τα αινίγματα, απεκρίθη ο Καλάφ, είναι τόσον σκοτεινά, που να μην είναι κανείς να τα εξηγήση, ετούτο είναι πολύ, δεν το πιστεύω.

Εσήκωσα τα μάτια ψηλά και είδα τα αιθέρια ποτάμια, τα σκοτεινά και τα πράσινα, τα χρυσορρόδινα και τα γλαυκά να σμίγουν στο ζενίθ και να κάνουν Στέμμα γιγάντιο. Ήταν κάμωμα του καιρού ή μήπως συμβολική απόκρισις τ' ουρανού στο ερώτημα της αθάνατης; Ποιος ξεύρει.

Η βαρκούλα έπλεεν εγγύς της μιας των νησίδων, εφ' ης εφαίνοντο εναλλάξ σκοτεινά και φωτεινά σημεία, βράχοι στίλβοντες εις το φως της σελήνης, αμαυροί θάμνοι ελαφρώς θροούντες εις την πνοήν της νυκτερινής αύρας, και σπήλαια πληττόμενα υπό του φρίσοντος κύματος, όπου εμάντευέ τις την ύπαρξιν θαλασσίων ορνέων και ήκουε το εναγώνιον πτερύγισμα αγριοπεριστέρων, πτοουμένων εις το πλατάγισμα της κώπης και την προσέγγισιν της βαρκούλας.