Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025


Και εκεί που αυτός εβούλονταν να κάμη αυτό, σηκώνεται αιφιδίως μία φοβερά φουρτούνα της θαλάσσης· και εις ολίγον διάστημα έσχισε τα πανιά όλα, και ετσάκισε το τιμόνι του καραβιού.

Τρεμούλα πήρε και τα διο στρατέματα απ' το φόβο· τόσο ξεφώνισε ο θεός που φόνους δε χορταίνει. Πώς σκοτεινή στα σύγνεφα σηκώνεται μαβρίλα σαν πιάνει κακοφύσητος αγέρας με την κάψα, 865 τέτιος κοντά στα σύγνεφα κι' ο Άρης στο Διομήδη φαινότανε όταν στα φαρδιά πετούσε απάνου ουράνια.

Σηκώνεται, πηδάει, φτάνει στο κρεββάτι του. Αλλοίμονο, κατά το πέρασμα, το αίμα χύθηκε άφθονο από την πληγή, στη φαρίνα. Να, ο Βασιληάς, οι βαρώνοι, και ο νάνος που κρατεί ένα φως. Ο Τριστάνος και η Ιζόλδη έκαμαν πώς κοιμούνται. Είχαν μείνει μόνοι στο δωμάτιο με τον Περινίς που κοιμώτανε στα πόδια του Τριστάνου και έμενεν ακίνητος.

Μην κάνεις έτσι Αννούλα μου, παιδί μου. Θα περάση, δεν είναι τίποτα. Είναι της φαντασίας σου. ΑΝΝΟΥΛΑ. Όχι! όχι, δεν είναι της φαντασίας μου. Να, άκου, άκου! Από κει είναι, από κει. Σηκώνεται ύστερα σιγά σιγά και προχωρεί φοβισμένη στο παράθυρο. Να, να! γλυστρά, αυτή η μαυρίλα, γλυστρά πάνου στο δρόμο, και μουγγρίζει, ακούτε πώς μουγγρίζει; — και προχωρεί προς τα εδώ, όλο προς τα εδώ.

Επιστρέφοντας είδαν τον Έφις να σηκώνεται με κόπο ακουμπώντας το χέρι στο σκαλοπατάκι. Τότε η Νοέμι, κάτω από την επίδραση ακόμα του ελέους και της αγάπης του Θεού, πήρε είδηση για πρώτη φορά ότι ο υπηρέτης είχε το κακό του χάλι: γέρος, θλιβερός, με ρούχα που έπλεαν επάνω του, και άπλωσε το χέρι για να τον βοηθήσει να σηκωθεί.

Ανάλαφρη κι αγανή καταχνιά σηκώνεται σα σινδόνι από πάνω της, σαν καιάμενου λιβανιού καπνός.

Της φαίνεται ότι σηκώνεται και τρέχει έως την πόρτα: αλλά οι προδότες έχουνε στήσει στο σκοτεινό κατώφλι μεγάλα κοφτερά δρέπανα. Η ακονισμένες και κακές λάμες πιάνουν, στο πέρασμα, τα λεπτά γόνατα της. Της φαίνεται ότι πέφτει, και ότι από τα κομμένα γόνατά της ξεχύνονται δυο κόκκινες βρύσες. Σε λίγο οι ερασταί θα πεθάνουν, αν κανείς δεν τους βοηθήση.

Ταναφυλλητά του στήθους της γεμίσανε τον αέρα. — Αλλοίμονο! στέναξε βαθιά. Αλλοίμονο, είπε μέσα της, σ' εμένα! Αυτό το σπίτι δεν είναι το δικό μου. Αυτό το σπίτι είναι της ξελογιάστρας που ξελόγιασε τον άντρα μου. Και τώρα σηκώνεται απ' το χώμα και πάει και τηνέ βρίσκει. Αλλοίμονο σ' εμένα!... Το καλό πουλί δεν άκουσε τα παράπονα της χαροκαμένης.

Σηκώνεται αμέσως ο Τριστάνος, με το γυαλιστερό σπαθί στο χέρι: «Άναντρε, φωνάζει, ο κακός θάνατος θε ναύρη κείνον π' αφίνει τον κύριο για να χτυπήση το άλογο. Δε θα βγης ζωντανός απ' αυτό το λειβάδι. — Μου φαίνεται πώς δε λέτε αλήθεια! απάντησε ο Ριόλ, σπρώχνοντας κατ' απάνω του το άτι.

Εκεί απάνω ανοίγει η πόρτα, και ποιος να προβάλη; Η Ασήμω. Χύμιξε μέσα σαν ποντίκι. Άξαφνα τους βλέπει και κοντοστέκεται. Είχε κατέβη πάλε να δη και να μάθη. Σα να της ήρθε να ξεχυμίξη και να γυρίση πίσω. Σηκώνεται ο Επίτροπος και σφαλνάει την πόρτα. — Πούθε έρχεσαι τώρα; τη ρωτάει ο Παπάς. — Από της Χουσεήναινας, της χήρας. Έφερα της θειας μου φαεί, αποκρίθηκε χαμηλόφωνα, και χαμηλόβλεπα η Ασήμω.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν