Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Ιουνίου 2025
Ο ένας άξαφνα κάθεται τη νύχτα και δουλέβει, με τη λάμπα αναμμένη· ο άλλος πάλε σηκώνεται με τα χαράματα και τραγουδάει όλη μέρα· δεν είναι δυνατό οι δυο αφτοί να ζήσουνε στην ίδια κάμαρα. Όταν κανένας δε μου φαίνεται νάχη σωρό σωρό ιδέες ή τουλάχιστο τέτοιες ιδέες που ναξίζη να ξετάσης τι είπε και τι δεν είπε, αποφέβγω και γω τα βιβλία του.
Του μετρούν τα κανονικά του και τα τυχερά του, και ό,τι καθυστερούμενα έχει να πάρει, τα ζητεί. Αν είναι τίποτα ζητήματα, τα ξεδιαλύνει ή δεν τα ξεδιαλύνει και φεύγει. Η ποταμιά κοντά στο χωριό είναι βαθειά, ντυμένη πλατάνια, πικροδάφνες και δάφνες. Εκεί πλένουν οι γυναίκες τα ρούχα. Από την άλλη τη μεριά σηκώνεται το βουνό που βγάζουν την πέτρα για τα σπίτια, και το δάσος που κάνουν τα κάρβουνα.
Ο Βασιληάς ρώτησε τρεις φορές: «Κανείς δε σηκώνεται να κατηγορήση τον Τριστάνο;». Όλοι σιωπούσαν. Τότε είπε στο γραμματέα: «Κάνετε λοιπόν το γρηγορώτερο μια επιστολή. Ακούσατε τι πρέπει να γράψετε. Κάνετε γρήγορα: η Ιζόλδη υπέφερε πάρα πολύ μέσα στα καλλίτερα χρόνια της. Διατάζω να κρεμαστή η απάντησις στο κλαδί του Κόκκινου Σταυρού πριν από απόψε το βράδυ. Κάνετε γρήγορα».
Κι' αφτή η βουλή τού φάνηκε σαν πιο καλή στο νου του· πρώτα να πάει στο Νέστορα πριν άλλους κράξει αρχόντους, μην κατεβάσει ωφέλιμη καμιά βουλή μαζί του π' ολόκληρο απ' τη συφορά τα' ασκέρι ναν του σώσει. 20 Κι' εφτύς σηκώνεται, φοράει το ρούχο στο κορμί του κι' ώρια αμποδένει σάνταλα στα παχουλά ποδάρια, έπειτα βάζει παρδαλή προβιά — μακριά ως στα πόδια — ξανθού μεγάλου λιονταριού, και παίρνει το κοντάρι.
Μια 'μέρα ο φίλος του Καραϊσκάκη ο Αντρέας Ίσκος σηκώνεται, παίρνει μαζί του τέσσερους πέντε στρατιώτες, πού είχαν πολεμήση με τον Καραϊσκάκη, και πάει 'σ το κονάκι του Ράγκου να τον ιδή. Άρχισαν να τα λεν. Τα παλικάρια έμειναν απόξω, 'σ τ' άλλο δωμάτιο. Άξαφνα ο Ίσκος έκαμε πώς θέλει ν' ανάψη το τσιμπούκι του και φώναξε ένα από τα παιδιά μέσα.
Εσύ που συντροφεύεις τον καλό μου και νανουρίζεις τον ύπνο του, για πες μου πού βρίσκεται, για να πάω να τονέ βρώ. Το αηδόνι ξαναλάλησε με καλοσύνη: — Κάθε νύχτα ο καλός σου σηκώνεται απ' το χώμα, φεύγει μακρυά και με την αυγή ξαναγυρίζει. Η όμορφη χήρα λαχτάρησε από αγάπη. — Για πες μου, καλό πουλί, του ξαναείπε. Εσύ που βλέπεις μακρυά, απ' το ψηλό κλαδί σου, για πες μου, πού πάει ο καλός μου;
Όταν λοιπόν επέλθη θάνατος εις τον άνθρωπον, καθώς φαίνεται, το μεν θνητόν μέρος αποθνήσκει, το δε αθάνατον σηκώνεται και φεύγει απείρακτον και άφθαρτον, αφού σιγά σιγά δώση τόπον εις τον θάνατον. Έτσι φαίνεται, είπεν ο Κέβης.
— Δεν έχει αδερφούλη ξαδερφούλη! σηκώνεται και κράζει μανιασμένα ο Δημήτρης. Μας έκλεψαν την τιμή μας, να την η γιατρειά. Κ' έδειχνε το τουφέκι του. — Μα δε σου τόλεγα μαθέ και προχτές, πως αν είταν αλήθεια — — Αλήθεια, ψέματά! Ή τονε σκοτώνεις, ή . . . σε σκοτώνω, του λέει ο Δημήτρης με χαμηλή και με βραχνιασμένη φωνή, τραβώντας το πιστόλι του από τη ζώνη του μέσα.
Η καψο-Ζαχαρούλα η μαβρόχηρα, σα να της το είπε ο άγγελός της, σηκώνεται μιαν αβγινή κι απαρατάει το χωριό και πάει δωκάτου στο Βαθυλάκωμα να λεφκάνη. Πάει στο Βαθυλάκωμα, χτυπάει με τον κόπανο το πανί, χτυπιέται κι απομοναχή της. Κάθεται και μοιρολογάει τον άντρα της το Νάκο-Μήτρα, και κλαίει τον Αργύρη της, την παρηγοριά της.
Δι' εκείνα λοιπόν τα πράγματα, διά τα οποία χρειάζεται τέχνη, τοιουτοτρόπως κάμνουν· όταν δε ήθελεν είναι χρεία να σκεφθώσι και αποφασίσωσι διά κανέν πράγμα που αποβλέπει εις την διοίκησιν της πόλεως, σηκώνεται και τους συμβουλεύει οποιοσδήποτε και αν είναι αδιακρίτως, κτίστης, χαλκωματάς, πετσωματάς, έμπορος, πλοίαρχος, πλούσιος, πτωχός, ευγενής, πρόστυχος, και κανείς δεν τον μαλώνει, όπως μαλώνουν τους προηγουμένους, ότι τάχα χωρίς να είχον κανένα διδάσκαλον, έπειτα τολμούν να συμβουλεύσουν· διότι, καθώς φαίνεται, νομίζουν ότι τούτο το πράγμα δεν είναι δυνατόν να το διδαχθή κανείς· και όχι μόνον η κοινωνία γενικώς της πόλεως έτσι κάμνει, αλλά και ιδιαιτέρως μεταξύ μας οι πλέον σοφοί και οι καλύτεροι από τους πολίτας εκείνην την ικανότητα, την οποίαν έχουν, δεν είναι ικανοί να την παραδώσουν εις άλλους· επειδή και ο Περικλής, ο πατήρ τούτων εδώ των παιδίων, εκείνα μεν τα πράγματα, τα οποία εξηρτώντο από διδασκάλους, τους τα έμαθε καλά και σωστά, εκείνα δε εις τα οποία αυτός ο ίδιος είναι σοφός, ούτε ο ίδιος τους τα διδάσκει ούτε εις κανέναν άλλον τους παραδίδει να τα μάθουν· αλλά μόνοι των περιτριγυρίζουν και βόσκουν ωσάν λυτά ζώα, μήπως πουθενά τυχαίως συναντήσουν εμπρός των την ικανότητα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν