Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Ίσως που πολεμούσε με κοντάρια και με σαΐτες, αντί με μολύβι και με φωτιά. Ίσως που είταν ένας και μοναχός σε μια λάκερη Πόλη. Ένας είταν, κ' ένας μας έμεινε. Σήκω, να πάμε στου φίλου. Ανάπαψη δε θα βρούμε και δω. Ανάγκη δεν είναι να μπούμε από τις πόρτες τις μαρμαρένιες. Μπορούμε, και πρέπει να μπούμε σα σφίγγες από μια τρύπα, και να σύρουμε ίσια στ' αυτί του να του πούμε δυο λόγια.

Έπρεπε να καθαριστεί ο αέρας κι απ' αυτούς, τους Παραβάτες. Το «Πανηγύρι της Κακάβας» είναι ωραιότατο και σε τραντάζει η δύναμή του. Η περιγραφή των Γύφτων τρέχει σαν ποτάμι, όπως και στον «Ερχομό». Μόνο μου φάνηκε πως οι Γύφτισσες δεν είναι αρκετά ζωγραφισμένες, αν και το λίγο που λέτε γι' αυτές είναι πανέμορφο.

Αρκούμαι εις αυτά, φίλε μου, εκ των πολλών τα οποία ηδυνάμην να σου είπω περί της αξίας της ορχήσεως, διά να μη αγανακτής και θεωρής ανεξήγητον την αγάπην την οποίαν τρέφω προς αυτήν. Εάν δε θελήσης να συμμερισθής μετ' εμού το θέαμα, είμαι βέβαιος ότι θα σε κατακτήση και η αγάπη σου προς τον χορόν θα φθάση μέχρι μανίας. Και δεν θα ευρεθώ εις την ανάγκην να σου είπω, όπως η Κίρκη•

Από το αμπάρι άξαφνα πρόβαλε ένα κεφάλι με γουρλωμένα μάτια. Πετάχτηκε στην κουβέρτα, έκανε δυο σάλτους επιδέξια κι' από σχοινί σε σχοινί, έφθασε στην πρύμη. Ήταν ο Γερο-Φλώκος, ο Αμίλητος.

Όλα θαμπά γύρω μου, όλα χαμένα στο πυκνό χιονόβολο. Και η «Παντάνασα» έτρεχεν ακόμη ακράτητη, γοργή, θεότρελη σαν να την έσερναν μαγνήτες οι αόρατες στεριές.& — Τίποτα! φωνάζω. Και ο λόγος μου κρυώτερος από τον πάγο, σκληρότερος από τον τρελοχιονιά εκύλαε στο κατάστρωμα, επλάνταζε τα στήθη των συντρόφων μου. — Τίποτα! εφώναζα σε κάθε λεφτό. — Άλλα δυο κεριά μωρέ! επρόσταξε πάλι ο καπετάνιος.

Τους βλέπεις από μια στιγμή εις άλλη να πληθαίνουν, και λες πως χοίρους έχουνε μες το σιτάρι σπείρει . . όσοι σοφοί και λόγιοι εις την Ελλάδα βγαίνουν, τόσοι βλαστάνουν βάρβαροι εις την Σκυθίαν χοίροι. Δεν έπαυσα να μάχωμαι και να τους κυνηγώ, μα τι να κάμω μόνος μου εμπρός σε τόσο πλήθος; ως που από το τρέξιμο 'κουράσθηκα κ' εγώ, και σ' ένα σάκκο έπεσα με γογγυτό 'στο στήθος.

Εγώ συνομιλώντας με τον καραβοκύρην, και διηγούμενος εις αυτόν το δεύτερόν μου ταξείδιον, όταν έφθασα εις εκείνο το μέρος της διηγήσεως, που εγώ αποκοιμήθηκα εις το νησί και το καράβιον εμίσευσε, και όταν εξύπνησα, ευρέθην μοναχός, και βλέπω και ευθύς ο καραβοκύρης με αγκάλιασε καταφιλώντάς με, και λέγοντάς μου· αδελφέ Σεβάχ είμαι ο καραβοκύρης, που τότε εξ απροσεξίας σε ελησμονήσαμεν εις το νησί.

Τότες η Θέτη η θέϊσσα του λέει δακροπνιγμένη «Κοντά σημαίνει η ώρα σου, παιδί μου, αφτά που κραίνεις, 95 τι εφτύς στερνά απ' τον Έχτορα σε καρτεράει ο χάρος

Ο Αμπουλβάρης ηκολούθησε να λέγη, δεν σε παρομοιάζει εις κανέναν σημάδι, εκείνος είνε ένας εύμορφος άνδρας, και εσύ είσαι ασχημότατος, εκείνος είναι παχύς, και εσύ είσαι ξηρός ωσάν ένα σκέλεθρον· παύσε το λοιπόν από το να μας λέγης, και να μας δίνης να καταλάβωμεν πως εσύ είσαι εκείνος· και με όλον που είνε επτά χρόνοι που δεν τον είδαμεν, ημείς δεν ημπορούμεν να αλησμονήσωμεν την φυσιογνωμίαν του· μα τούτο δεν φθάνει, το περισσότερον είνε που καθώς εμάθαμεν, αυτός εχάθη εις το ταξείδι που διά θαλάσσης έκαμνεν.

Και πήγανε στο βουνό. . κ' εκεί την ξαναφίλησε ο Νίκος πολλές φορές στο στόμα κι αυτή τονέ φίλησε στα πράσινα του μάτια- Αποκοιμήθηκε- Στον ύπνο τον ο Νίκος παραμιλούσε: δυο-τρεις φορές φώναξε την Λιόλια . . . Τo καντήλι κουράστηκε πια να φέγγη και να θλίβεται. . άρχισε να πετάη σπίθες με κρότο, να ρίχνη τη φλόγα του με το μελανό το μάτι αψηλά και να την τραβάη πίσω: ίδιο στήθος σε θανάσιμη αγωνία που του στερεύει η ανάσα και μ'ένα τσιριχτό ανάλαφρο, έσβησε Πώς δεν πέθανε αυτήν τη νύχτα η Βεργινία!

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν