United States or Gabon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είνε ευτύχημα ότι σε βλέπω την στιγμήν ταύτην ηλικιωθείσαν και ακμαίαν νεανίδα. Σεμνύνομαι διά το έργον μου. Η χαρά μου μετέχει, αν δύναμαι άνευ βλασφημίας να είπω τούτο, της χαράς του Θεού, όστις αγάλλεται βλέπων πάντα αυτού τα κτίσματα εν αρμονία, ή μετέχει τουλάχιστον της χαράς της μητρός, ήτις αναπολούσα τους πόνους, ους υπέστη, αισθάνεται την φιλοστοργίαν της αυξανομένην.

Εκείνην τη στιγμή επρόβαλε και ο κυνηγός μαζί με το σκύλο του, φοβερό ζώο με κίτρινη τρίχα, με δόντια μυτερά και μάτια κόκκινα που έλαμπαν σαν ανθρακιά. — Κορίτσι μου, την αρώτησε, μην είδες να περάσουν απ' εδώ πουλιά ή άλλο κυνήγι; Από το πρωί τρέχω και δεν εσκότωσα ακόμη τίποτε. Θα σε δώσω αυτό το αργυρό δίφραγκο, αν μου δείξης τον καλό δρόμο.

« Και Σε και τη Μητέρα Σου, « Και Σε και τον Υιό Σου » Σας έβρισα, Σας έκαμα » Μηδαμινούς 'μπροστά μου. » Τώρα σ' αυτή την Κόλασι, » Καιτα μαρτύριά μου » Το μετανοιόνω· Λάτρης Σου » Γένομαι ο εχθρός Σου!» « Ελέησόν με, Κύριε! ... » Άλλο δεν είχε κρίνει, Κι' ακούετ' ένα βρονταριό, 'Φάνηκε μια μαυρίλα, Κ' ύστερα φλόγ' ανάλαμψε.

Κι' η γληγορόποδη Ίριδα σιμώνει και την κράζει «Για σήκω, νύφη μου καλή, κι' έλα να δεις κομάτι 130 δουλιές, που δε σ' τις βάνει ο νους, των Αχαιών και Τρώων· που πρώτα αφτοί σφαζόντουσαν δίχως σπλαχνιά στον κάμπο κι' άγριο διψούσαν πόλεμο, μα τώρα χωρίς μάχες ήσυχοι στέκουν, στις λαμπρές ακουμπισμένοι ασπίδες, κι' έχουν σιμά τους μες στη γης μπηγμένα τα κοντάρια. 135 Και τώρα ο πολεμόχαρος Μενέλας με τον Πάρη για σένα παν να χτυπηθούν με τα μακριά κοντάρια, κι' όπιος νικήσει, τέρι του αφτός θα σε κερδίσει

Ο Κακαμπός, που έδινε πάντα καλές συμβουλές σαν τη γριά, είπε στον Αγαθούλη: — Δε μπορούμε πια, περπατήσαμε αρκετά, βλέπω μια μικρή βάρκα στην όχθη, ας τη γεμίσουμε κοκοκάρυδα, ας ριχτούμε εμείς μέσα κι' ας αφεθούμε στο ρέμα να μας πάη· ένα ποτάμι φέρνει πάντα σε κάποιο κατοικημένο μέρος. Αν δε βρούμε πράγματα ευχάριστα, θα βρούμε τουλάχιστο πράγματα νέα.

Πολύ ευχαρίστως, αλλά, σε παρακαλώ, άλλην φοράν, ω Σώκρατες, διότι τώρα βιάζομαι να υπάγω κάπου, και είνε καιρός να πηγαίνω. Σωκράτης. Τι παράξενα κάμνεις, φίλε μου.

ΑΜΛΕΤΟΣ Μην αργής να το ειπής, καιτην εκδίκησιν μου θα ορμήσω με πτερά γοργότατα όσον είναι της θείας προσευχής ή της θερμής αγάπης. ΠΝΕΥΜΑ Πρόθυμος είσαι· και, αν αυτό δεν σε κινούσε, θα 'σουν οκνότερος του χόρτου οπούτης Λήθης την ακροποταμιά σαπαίνει αναπαυμένα.

Εταίρος Όχι βέβαια, μα τον Δία. Σωκράτης Αλλά επιθυμείς και αγαπάς ομοίως όλα τα αγαθά; Εταίρος Ναι, ναι. Σωκράτης Ερώτησε λοιπόν και εμέ αν κ' εγώ δεν τα αγαπώ· διότι και εγώ θα συμφωνήσω μαζί σου ότι επιθυμώ τα αγαθά. Αλλά κοντά εις εμέ και σε, δεν νομίζεις ότι και όλοι οι άνθρωποι αγαπούν τα αγαθά και μισούν το κάθε τι κακόν; Εταίρος Αυτό φαίνεται τουλάχιστον και εις εμέ.

Και 'ςτά λουμάκια οι ζιζικάδες εσυγκρατούσαν τ' ατέλειωτο και μονότονο τραγούδι τους. Τα πουλάκια της ερημιάς δεν ακουγόταν. Πετούσαν από κλαρί σε κλαρί με ξανοιγμένα τα στόματα από την κάψα, ζητώντας δροσιά, βουβά κι άλαλα, με την αγωνία ζωγραφισμένη 'στά μικρά ζωηρά ματάκια τους. Η γαλατσίδα, η σχοιναριά και το χαμοκέρασο ανάδιναν βαριά σύσμιχτη μυρουδιά, θερμασμέν' από την αχτίδα.

Εσύ, είσαι αρχόντισσα· εάν διά το κρύον με τόσην πολυτέλειαν το σώμα σου στολίζης. η φύσις δεν χρειάζεται τα πλούσια στολίδια αυτά, που είναι περιττά διά να σε ζεστάνουν. Αν είν' ό,τι χρειάζεται και μόνον, δώσετέ μου υπομονήν, ω ουρανοί! Υπομονή μου λείπει! Εμπρός σας στέκω, ω θεοί, δυστυχισμένος γέρος, από την λύπην μου βαρύς, καθώς κι' από τα χρόνια, και εις τα δυο ελεεινός.