Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουλίου 2025
Είχαν κάτι πρόσωπα σοβαρούτσικα και χλωμά, με μυτερά μυτερά μουστακάκια. Μα τι ωραιούτσικα μουστακάκια που τα είχαν! Κάποτες ζάρωναν τα μαβρούτσικά τους τα φρύδια και νόμιζες πια πως μεγάλα πράματα συλλογιούνταν. Η φορεσιά τους είτανε μια χαρά· φορούσαν κάτι στενούτσικα πανταλονάκια, σουρτουκάκια σαν τα δικά μας κι αψηλούτσικα γυαλιστερά καπέλλα. Τους έβλεπες και τους αγαπούσες.
Από μέσα έχει το σκουλήκι που του αλέθει την καρδιά! Και σαν του αναβή καμμιά φορά στο κεφάλι — Θεός να φυλάγη τα παιδιά του κόσμου και ύστερα το δικό μου! Θεός να σε φυλάγη, Σουλτάνε μου και σένα! Κ α ρ ά σ ε β δ ά τον είπανε, εξηκολούθησε θρηνητικώς η γραία, και καρά σεβδάς είναι. Γιατί πολλών μητέρων καρδιαίς εμαύρισε, πολλά παλληκάρια έβαλε μέσα στη γη τη μαύρη!
Τι θλιβερό που είναι το γεροντικό το κλάμα!-βροχή νυχτερινή που δεν ελπίζει για ήλιο και για ξαστέρωμα. Πήγε κ' η Λιόλια και φίλησε μ' αναφυλλητό και τα χείλια της ακκούμπησαν απάνω στη μύτη της νεκρής πούτον κρύα και κοφτερή σαν κόψη μαχαιριού. . . Ο γυναικοκαυγάς. Την έθαψαν πέρα στα «νέα», κοντά σ'ένα σωρό πέτρες.
Μα δεν πρέπει και να θαρρέψουμε πως άνθιζε πουθενά ολομόναχος ο Χριστιανισμός. Τους πρώτους δυο τρεις αιώνες τονέ βλέπουμε, σκορπισμένο σαν είδος αίρεση. Σε κάθε δηλαδή χώρα έχουμε κ' ένα μερίδιο Χριστιανούς, αλλού πιώτερους, αλλού λιγώτερους.
Να σας πω την αλήθεια, είναι καιρός τώρα που προσμένω να μας βγη κανένας ποιητής, που να μελετήση κατάκαρδα τα μεσαιωνικά μας αφτά ποιήματα· νομίζω μάλιστα πως μπορούμε, και κάποτες έχουμε χρέος, όταν το φέρη η σειρά του λόγου, να παίρνουμε καμιά λέξη αρχαία, εννοώ της κλασσικής εποχής, να την κεντήσουμε πουθενά με τις άλλες, φτάνει να είναι κι ο τύπος της δημοτικός σαν τους άλλους.
Έτσι με τέχνη τη δουλιά σαν την απόφτιασ' όλη, τα άρματα παίρνει και μπροστά στη Θέτη τ' απιθώνει. 615 Και κάτω αφτή απ' τις χιονιστές κορφάδες σα γεράκι πετάει, την αχτιδόλαμπρη αρματωσά κρατώντας. Κι' η κροκοστόλιστη η Αβγή οχ τ' Ωκιανού το ρέμα ανέβαινε να φέρει φως σ' όλους, θεούς κι' αθρώπους· και φτάνει η Θέτη φέρνοντας απ' το θεό τα δώρα κάτου στα πλοία.
Είναι κάτι παρόμοιο σαν ν' αφαιρή κανείς από μια διήγηση την πραγματικότητά της, όταν προσπαθή να την κάνη παραπολύ αληθινή, και το &Μαύρο Τόξο& είναι τόσον αντικαλλιτεχνικό, οπού να μη μπορή να καυχιέται ότι έχει κ' έναν αναχρονισμό, ενώ η μεταμόρφωση του Dr Jekyll διαβάζεται επικίνδυνα σαν ένα πείραμα στη «Lancet» . Όσο για τον κ.
Πάρε τραγούδι μου φτερά, ξεφτέρι, αετός να γίνης Και πέτα γλήγορο μακρυά, πέτα κατά το Σούλι, Διάβαινε κάμπους και βουνά, κ' εκεί σαν απαράξης 'Στην Κιάφα απάνου ν' ανεβής, τρανή λαλιά να σύρης «Ο υιός του Νότη απέθανεν, ο υιός του Νότη πάει!»
— Όι, παιδί μου, δε θα πω πράμμα, μούπε η μητέρα μου με φωνή μερωμένη. Μόνο έλα να πάμε στο σπίτι. Την ακολούθησα, κ' ενώ φεύγαμε μου φάνηκε πως ήκουσα της άρρωστης το βήχα, σαν αναφυλλητό και βήχα μαζή. Και ποτέ ο θανάσιμος εκείνος βήχας δε μούδωκε τόσο σπαρακτικό αντίκτυπο στη ψυχή. Ήμουν σε μεγάλη νευρική ταραχή κένας κεφαλόπονος, που με κρατούσε από νωρίς, δυνάμωσε.
Καλώς να σε βρω. Θα μας κάμης τη χάρη να πιής και του λόγου σου; Αρετ. Καλώς να ορίσης. Με τις υγειές σου και καλώς όρισες. Καλώς να σε βρω, Κωσταντή. Κωστ. Καλώς να ορίσης, Αρετούλα. Με τις υγειές σου, Αρετούλα, και καλώς όρισες. Έτσι να μας γεμίζης πάντα χαρές, κι από τα ξένα ακόμη να μας φέγγης σαν ήλιος που να νυχτώνη και πάλι να χρυσώνεται το χωριό μας. Τι λες κ' εσύ, μάννα. Δέσπω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν