Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουλίου 2025


Κ' ενώ ακόμη αυτή έλεγε κι ο Διονυσιαφάνης εφιλούσε τα σημάδια κ' έκλαιγε από περίσσα χαρά, ο Άστυλος ακούγοντας ότι είναι αδελφός του, αφού επέταξε το πανωφόρι του, έτρεχε κατά το περιβόλι θέλοντας να φιλήση πρώτος το Δάφνη· Και σαν τον είδε ο Δάφνης να τρέχη με πολλούς και να φωνάζη, νομίζοντας ότι έτρεχε επειδή ήθελε να τον πιάση, αφού επέταξε χάμω το ταγάρι και το σουραύλι έφευγε κατά τη θάλασσα για να γκρεμιστή από το μεγάλο βράχο.

Ένας γέρος χωρικός Μετρημένος, γνωστικός, Ότι αρχίνησε να νιώση, Πως το τέλος του είχε σώση, Και ποθόντας, μοναχή Τα παιδιά του παντοχή Στη δουλιά της γης να έχουν, Και σ' εκείνη να προσέχουν, Με φιλόστοργη βουλή Μιαν αυγή τα προσκαλείτου θανάτου του την κλίνη· Τέτια διάτα τους αφίνει· Και τους λέει· Παιδιά μου, εγώ Όσο βλέπω, δεν αργώ Τούτη τη ζωή να χάσω, Και στην άλλη να περάσω· Όθεν, πριν σας χωριστώ, Σαν πατέρας σας, χρωστώ Να σας πω τη θέλησί μου, Κι' όλη την κατάστασί μου· Το γνωρίζετε καλά, Πως δεν έχομε πολλά.

Κ' έτσι τόνομά του μας φέρνει στην περιξάκουστη εκείνη πόλη, χτισμένη κι αυτή από χέρια Ελληνικά, που καταμεσής στην έρημο της Αραβίας έλαμπε σαν αστέρι. Εκεί βασίλεψε η περίφημη η Ζηνοβία σαν απέθανε ο Ωδέναθος, και πρέπει να της χαρίσουμε μερικές αράδες, και για χάρη της, πιο πολύ όμως για χάρη του μεγάλου μας του Λογγίνου, που μέσα στης Παλμύρας τα φοινικόδεντρα βρήκε τον ηρωικό θάνατό του.

Κριτίας : Αναφερόμενος στη μυθολογουμένη χώρα της Ατλαντίδος, της οποίας μας δίδεται ποιητική και εξαιρετικά παραστατική περιγραφή, ο Ελάτων διατυπώνει εδώ το ιδανικό, κατά την αντίληψή του πολιτικό και κοινωνικό σύστημα: έναν συνδυασμό μοναρχίας και ομοσπονδιακής οργάνωσης. Μετάφραση Α. Χαροκόπου. Λάχης: Ο διάλογος αυτός θέτει σαν βάση ανατροφής την ανδρεία, κι από ηθική κι από υλική άποψη.

Ολότρεμη αυτή, και σαν το πουλί μπρος στη γάτα αποσκιασμένη κι ασάλευτη, μήτε λόγο μήτε γογγητό δεν ξεστόμισε, παρά έπεσε λιγόθυμη στο κατώφλι της θύρας.

Είπε, κι' ο Γλάφκος άκουσε με προθυμιά το λόγο, κι' όρμησαν ίσα, τον πυκνό στρατό τους οδηγώντας. 330 Και σαν τους είδε ο Μενεστιάς, του κόπηκε το αίμα, τι αφτόν να σβύσουν έτρεχαν και στο πυργί του ορμούσαν, και το τειχί ζερβόδεξα κοιτάζει, μήπως δει ίσως κάνα αρχηγό π' οχ τα δεινά τους άντρες ναν του σώσει.

Και απ’ έξω ο ντον Πρέντου ξερόβηξε, σημάδι επιδοκιμασίας, ενώ ο μαγαζάτορας σκαρφάλωνε πάνω σε μια ξύλινη μικρή σκάλα. «Όλα γερνούν και όλα μπορούν να ξανανιώσουν, σαν τον χρόνο», αντέτεινε ο Έφις, παρακολουθώντας με τα μάτια τη λεπτή φιγούρα του Μιλέζου που φορούσε ακόμη το μακρύ τριχωτό πανωφόρι του χωριού του. Το μαγαζάκι ήταν μικρό αλλά γεμάτο έως απάνω.

Καμμιά μέρα μπορούσε να κλείση τα μάτια και τα λεφτά να πέσουνε στα ξένα χέρια. Σαν ερχότανε κοντά, το πράμμα άλλαζε. Θ' αγάπιζε τα παιδιά, θα τα πονούσε και κάτι μπορούσε να τους αφήση. Ο παπάς ήτανε φρόνιμος άνθρωπος.

Έτσι μιλεί ο Κολοκοτρώνης ο ίδιος · Λοιπόν αν ένας άθρωπος σαν κι αφτόνα, δεν μπόρεσε να κλίνη τα τριτόκλιτά σας, τι κάθεστε και μου λέτε για καθαρέβουσες και μισές γλώσσες; Και μη θαρρήτε πως φταίνε τάχα τα χρόνια που ζούσε ο Κολοκοτρώνης και πώς τότες, όσο Κολοκοτρώνης κι αν είσουνα, μπορούσες πολύ καλά να κάμης τέτοιο λάθος, γιατί δεν ήξεραν πολλά γράμματα. Τίποτις!

Σαν να μη ήτο ο συνήθης κώδων, ο σημαίνων τους πτωχούς εσπερινούς και τα σαρακοστινά απόδειπνα, αλλ' έτερος, εκ μυστηριώδους μετάλλου, εύηχος και καλλικέλαδος, χαρμοσύνως πρώτος αυτός κηρύττων την Ανάστασιν εις την κοιμωμένην εν τη φθορά φύσιν. Και η νύκτιος αύρα, παραλαμβάνουσα το γλυκύ κελάδημά του, εσκόρπιζεν εις θάλασσαν και ξηράν ως τρυφερόν εγερτήριον αγγελικών οργάνων . . . . .

Λέξη Της Ημέρας

σοβαρώτατος

Άλλοι Ψάχνουν