Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουλίου 2025
Και παίρνει η φήμη τα χωριά, και παν να την ιδούνε· Κι' όσοι την βλέπουν, νηοί και νηαίς, μαραίνονται από ζήλεια... Κι' ο Ήλιος, — σαν την κύτταξε ντυμμένη με τ' αστέρια, Τον αποπήρε ο πόνος του κ' η φλόγα της καρδιάς του Κ' άπλωσε χέρι απάνου της και τσ' είπε λόγια αγάπης... Η κόρη πούταν φρόνιμη και καλοαναθρεμμένη, Τον μάλωσε βαρηά βαρηά και τούπε με φοβέρα, Να μην απλώση απάνου της, να τραβηχθή μακρυά της, Τι μαραγκιάζει ο κόρφος της, χαλάει η εμμορφιά της, Και σαν το μάθη η μάνα της, θε να τον καταριέται... Και φεύγει μ' άδειο το σταμνί.
Κ' εις τον ανεμοστρόβιλον επάνω καθισμένος, 'σαν βρέφος νεογέννητον κι' ολόγυμνον, ο Οίκτος, — ή με μορφήν των Χερουβείμ, που σχίζουν τον αιθέρα 'ς τους αοράτους τ' ουρανού επάνω ταχυδρόμους, — την φρίκην του ακούσματος θα την διασκορπίση με ήχον τόσον φοβερόν 'ς τα 'μάτια των ανθρώπων, ώστ' ο αέρας θα πνιγή απ' το πολύ το δάκρυ!
Είναι εύκολο θαρρείς να ξεχάση μια γυναίκα το πρώτο της το στεφάνι; Αν μάθαινα πως απέθανε, χωρίς άλλο θάπαιρνα τον απόθωρό μου και θα ξαναπαντρεύομουν, αλλά ποιος μου είπε πως απέθανε; Ύστερα, πώς να ξεχάσω έναν άντρα, που δεν τον γνώρισα σαν άντρα, παρά μόνο σαν αδερφό; Ξέρετε τι θα ειπή αυτό; Μια βδομάδα μοναχά ζήσαμαν αντάμα, σαν αδέρφια αγκαρδιακά, κι' ύστερα... πάη, πάη, κι' ακόμα πάη!.
Μεγάλωνα σε ομορφιά, χάρες, ταλέντα μέσα σε απολαύσεις, σεβασμούς κ' ελπίδες. Άρχισα να εμπνέω έρωτα. Το στήθος μου έδενε· και τι στήθος! Λευκό, στερεό, φκιασμένο σαν της Αφροδίτης των Μεδίκων. Και τι μάτια! τι βλέφαρα! τι τσίνορα μαύρα! Τι φλόγες καίγανε μέσα στις κόρες των ματιών μου και σβήνανε την αχτιδοβολιά των άστρων, όπως μου λέγαν οι ποιητές του τόπου.
Εγώ τότες έπαιρνα ταποκαλαμίδι, και σαν έρριχτα μια ματιά στις αποτονιές, τραβούσα κατά τον κάβο, έμπαινα στο νερό ως τα γόνατα, και ψάρευα. Και σαν έπιανα σωστή τηγανιά, γύριζα πίσω, ώρα που έπρεπε να τηγανιστούν. Ταπόγεμα ο ύπνος δεν μπορούσε να λείψη. Ύστερα πάλι λίγη δουλειά, κι ώσπου να γυρίσης να δης βράδιαζε.
Σαν ξανανταμωθήκανε στο νάρθηκα οι τρεις τους, τους λέει ο Πάτερ Χαράλαμπος, στρεφογυρίζοντας τα κάτασπρά του μαλλιά και χώνοντας τα μέσα στο καλιμάφκι του, να μην τονε νοιάζουνται τον κόσμο πια τώρα, γιατί ατός του θα πάη και θα πη τα χρειαζούμενα εκεί που πρέπει, και γλήγορα θαποτραβήξη την ουρά του ο Τρισκατάρατος, που ζήτηξε με το Χριστό να τα βάλη, μα το φως το διώχνει πάντα το σκότος.
Κι αν πάθαμε πάλε και τόσα δεινά, και μάλιστα ηθικά, δεν έφταιγαν όλως διόλου κ' οι Γότθοι, παρά έφταιγαν κ' οι δικοί μας, που δεν είναι δα να πης πως είχαν οι ίδιοι τους Σπαρτιατικά συστήματα, μόνο άρχιζε και τον έτρωγε σαν ψώρα τον τόπο ένα είδος παραλυσία, και κοινωνική και πολιτική, καθώς θα δούμε σε λίγο. Ως κ' οι Λεγεώνες πια δεν τους ερχότανε να γυρίζουνε στη χώρα με τις αρματωσιές τους.
— Αλήθεια είνε, βλοημένη, απήντησεν ο παπάς· αλλά τώρα είνε... για όσους θέλουν να τα πιστεύσουν. — Κι' όσοι δεν τα πιστεύουν; — Θα πάνε στην Κόλασι, το ξέρω εγώ, είπε το Καλλιοπώ — Μα σαν είν' αλήθεια, παπά, γιατί ο Άγγελος Κυρίου δεν σήκωνε μια και καλή το μάγγανο να ξελευθερώση τον άνθρωπο; είπεν η Αννούδα, μία των γυναικών. — Το λέγει αυτό το Εύαγγέλιον;
Σαν πλάκωσαν σε λίγο οι άλλοι από τον ανήφορο με τον αγωγιάτη, μου την άρπαξαν — έτσι θα το ειπώ, — από τα χέρια μου, με την παντοχή πως μ' απαλλάζουν από βάρος, που εγώ ήμουν τόσο ευχαριστημένος ενόσω μοναχός μου της πρόσφερνα τη βοήθεια μου. Είχα φοβηθή κ' εγώ πολύ.
Μα και όταν λεν πως δεν επρόβλεπαν τέτοιο κατρακύλισμα της Τουρκιάς, δε μιλούν ειλικρινά. Το πρόβλεπαν, σαν πολιτικοί που είναι, και αν δεν είχαν όρεξη να καλοξετάσουν τα ζητήματα οι δικοί μας, ήταν γνωστό όμως πως οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι γι' αυτό μονάχα θα πολεμούσαν, για να ξεπατώσουν ήγουν την Τουρκιά και να μοιραστούν τη λεία. Λίγο τους έννοιαζε αυτούς για μεταρρύθμισες και τέτοια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν