United States or Israel ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΛΑΕΡΤΗΣ Ας είναι· πάλιν, ΒΑΣΙΛΕΑΣ Στάσουφέρετέ μου κρασί. — Δικός σου ο μαργαρίτης τούτος είναι, Αμλέτε·την υγειά σου εδώ. Σεις, δώσετέ του το ποτήρι. ΛΑΕΡΤΗΣ Μία κτυπιά, τ' ομολογώ. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Ο υιός μας θα κερδίση. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Είναι παχύς και δύσκολ' ανασαίνει. — Αμλέτε, με το μαντίλι μου το πρόσωπο σφογγίσου· η βασίλισσα ιδούτην τύχην σου προπίνει, Αμλέτε μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Καλή μου δέσποινα.

Εκαθόμουν στην ενορία των Αγίων Αποστόλων, σ' ένα στενό σοκάκι, στην Ακρόπολι αποκάτω. Είχα το παιδί στην κούνια κ' έκλαιε. Εγώ υπόφερνα απ' τους πόνους της αρρώστειας κ' εδίψαγα φοβερά. Εφώναζα νάρθη κανένας. Εζητούσα ένα ποτήρι νερό για έλεος. Κανένας δεν ήρχετο. Η γειτόνισσες, άλλες είχαν φύγει, με την ώρας τους, στην εξοχή, κι' άλλες έκαναν τον κουφό και δεν άκουαν.

Τότε ο κύριος Δε-Κοκ εχαιρέτησε τον εαυτόν του, εφίλησε το ίδιόν του χέρι πομπωδώς και συνέκρουσε το ποτήρι του με το της κυρίας. — Επιτρέψατε, φίλε μου, είπεν ο κ. Μαγιάρ απευθυνόμενος προς εμέ, επιτρέψατε να σας στείλω ολίγο μοσχαράκι και περιμένω την κρίσιν σας.

Πότε πότε κάποιος έσκυβε για να πάρει από το έδαφος ένα ποτήρι κρασί. «Πιες, διάολε!» «Γεια μας!» «Να ζήσουμε εκατό χρόνια και να’ μαστε καλά για να το θυμόμαστε αυτό το πανηγύρι.» «Πιες, που να σε πάρει ο διάολος!» Ο ποιητής Σεραφίνο Μασάλα από το Μπουλτέι, με ελληνικό προφίλ και ντυμένος σαν ομηρικός ήρωας, τραγουδούσε: Ο Τούρκος δε θέλει να παραδοθεί Για πόλεμο η καρδιά του φτερουγίζει.

Να εύμορφη συνάθροισις! Και πού θα τους μαζεύσης; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Επάνω. ΡΩΜΑΙΟΣ Πού; ΥΠΗΡΕΤΗΣτο δείπνον μας·το σπίτι. ΡΩΜΑΙΟΣ Τίνος σπίτι; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Τ' αυθέντου μου. ΡΩΜΑΙΟΣ Α! έπρεπε αυτό να σ' ερωτήσω. ΥΠΗΡΕΤΗΣ Να σου το ειπώ χωρίς να μ' ερωτήσης. Ο αυθέντης μου είναι ο μεγαλόπλουτος Καπουλέτος. Και αν δεν είσαι από τους Μοντέκιδες, κόπιασε και συ, αν αγαπάς, να κερασθής ένα ποτήρι κρασί.

Ο Καερδέν ταξείδευε αδιάκοπα ως που έρριξε άγκυρα στο λιμάνι του Τινταγκέλ. Πήρε ένα λαμπρό ύφασμα με σπάνιο χρώμα, ένα ωραίο μετάλλινο ποτήρι, κ' ένα μεγάλο γυπαετό στο χέρι, και τα χάρισε στο Βασιληά Μάρκο, παρακαλώντας τον με ευγένεια να του παραχωρήση την προστασία του και την ειρήνη του, για να μπορέση να εμπορευθή στον τόπο δίχως να φοβάται τίποτα ούτε από αυλικό ούτε από υποκόμη.

Ένα ποτήρι ξέχειλο από νέκταρ ήταν ο τόπος κ' έπιναν οι άνθρωποι και γίνονταν θεοί· έπιναν οι θεοί και γίνονταν θεώτεροι. Αλήθεια λέω ή παραμύθι; Όπως θέλτε πάρτε το. Φτάνει να μάθετε πως τη θεόκορμη βελανιδιά κακό δρολάπι τη γκρέμισε. Και το δρολάπι δεν ήταν άλλος παρά η κολασμένη γενιά του Άλταη του Χαγάνου. Το πατρικό της ήταν ψηλά στο Χρυσοβούνι, σε τόπο λογγωμένο και μισόξενο.

Να το ξέρης, τζόγια μου. ΦΛΕΡΗΣΠίνεις ένα ποτηράκι, γιατρέ; ΜΙΣΤΡΑΣΚατεργάρη, κατεργάρη. Ε! ας είναι. Ένα ποτηράκι, πάει να πη, θα το πιούμε. Όχι γι' άλλο τίποτε, μα γιατί είμαι αποσταμένος από το δρόμο. ΦΛΕΡΗΣΜου πήρες το ποτήρι μου. Στάσου να σου φέρουν ένα άλλο......Να κτυπήσω. Αιωνίως είσαι αφηρημένος, καϋμένε γιατρέ. ΜΙΣΤΡΑΣΔεν είναι καμμιά ανάγκη, τζόγια μου.

Γιομάτος είμαι από φόβο κι' από τρόμο. Μυριάδες αγγέλων νοιώθω να μ' ανοίγουνε το δρόμο του μαρτυρίου. Έχει σήμερα η εκκλησία μεγάλο πανηγύρι.. Με τους πρωτότοκους της πίστεως στο ίδιο θε να πιω ποτήρι! Η ΜΑΝΝΑ. Τον ακούω να μιλά, όμως να τον κυττάξω δεν μπορώ. Σεις πήτε μου πώς είνε.

Και θα χαμογελάσουν ανάμεσά τους, και θα μισοκλείσουνε τόνα μάτι, και θα ρουφήξουν το ναργκιλέ τους, κ' ύστερα θα πουν του δασκάλου να γράψη την αναφορά για τον τοίχο του μπάρμπα Θανάση, κι ο δάσκαλος θαρχίση να γράφη, και σα γράψη κι απογράψη, και βάλουν οι προεστοί τις υπογραφές τους, θαρχίσουνε να γλυκοφιλούν το ποτήρι ώσπου νάβγη ο Ιμάμης να φωνάξη «Γιατσί», και τότες τραβούν ένας ένας κατά τα σπίτια τους.