United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ας αφήσωμεν τους αστεϊσμούς, επανέλαβεν ο Σκούντας. — Δεν είνε αστεϊσμοί, είπεν ο Τρανταχτής. — Ομιλείς σπουδαία; — Βέβαια. — Λέγε λοιπόν καθαρά τότε. — Καθαρά όπως αυτό το ποτήρι. — Έμαθες αληθώς ότι θα έλθη; — Ναι. — Από πού λοιπόν το έμαθες; — Σοι είπα, από τον Πάπαν. Ο Σκούντας εμόρφασεν ανυπομόνως.

Όμως αυτή ενόμιζε πως της παραλαλώ, κι' ένα ποτήρι μ' έχυνε νερό εις το κεφάλι, και φαίνεται το βρέξιμο πως μ' έκανε καλό, γιατί ευθύς με έπαυε η θέρμη και η ζάλη. Έστεκε κρύον άγαλμα 'στο πάθος μου εκείνη· εγώ επύρασσα κι' αυτή εκύτταζε τους τοίχους, και μάλιστα ετόλμησε και μια φορά η Φρύνη να μου ειπή του φίλου της να γράψω 'λίγους στίχους.

Η δε Δικαιοσύνη μας παίρνει το φαρμάκι μαςτα σύμμετρά της χέρια και έπειτατα χείλη μας προσφέρει το ποτήρι. — Αυτόν εδώ η σκέπη διπλά τον προστατεύει· εν πρώτοις είμαι συγγενής, κ' υπήκοός του είμαι· δεσμοί μεγάλοι και οι δυο· προς τούτοις τον ξενίζω κ' εγώ την θύραν χρεωστώ να κλείσωτον φονέα, όχι επάνω του εγώ μαχαίρι να σηκώσω!

Τότε ο Πηλιάς μες στης αβλής τον πυργοφράχτη μπούτια έψαινε πρόσπαχα βοδιών στο βροντορήχτη Δία, κι' ένα ποτήρι ολόχρυσο στα χέρια του κρατώντας, ξανθό κρασί σαν ψαίνουνταν τα μπούτια περεχούσε. 775 Κι' εσείς το κριάς φροντίζατε, μα στη μπασιά να! οι διο μας σταθήκαμε.

Στρόθηκε ο Κρασοπατέρας. Πρώτη έγνια της ημέρας, Μον ξυπνήσηΤο ποτήρι να σφουγγίση. Και προμιού τα μάτια τρίψη, Την κοιλιά του για να νίψη Μια κανάταΟχ τον πήρο νηστικάτα. Κιαπέ ύστερα ως το βράδυ, Που να πιάκη το σκοτάδι, Το λαγήνιΟχ το χέρι δεν τ' αφίνει. Μον ρουφάει, και μόνε ζάφτει· Κι' όσο πίνει, τόσο ανάφτει. Όλο πίνειΚι' όλο γένεται καμίνι. Οχ τον πήρο δε σπαρνάει.

Ο ξενοδόχος ήτο καλός άνθρωπος, αλλά θερμοαίματος και θυμώδης. — Πολλά τα έτη σας, είπε προς τον μικρόν Κλώσον. Κάτι ενωρίς έβαλες σήμερον τα Κυριακάτικά σου; — Πηγαίνω την νόναν μου εις την πόλιν, απεκρίθη εκείνος. Την άφησα εις το κάρον δεν ημπορώ να την φέρω μέσα, και σε παρακαλώ πολύ, πήγαινέ της έν ποτήρι νερόν. Αλλά φώναζε της δυνατά, διότι είναι θεόκωφη!

Μα δέξου αφτό, περικαλώ, το πλουμιστό ποτήρι και σώσε με... με των θεών τη χάρη οδήγησέ με 430 ως που να φτάσω ως στ' αψηλό καλύβι τ' ΑχιλέαΤότε ο νεκραγωγιάτης γιος τ' απάντησε του Δία «Νιός είμαι, γέρο, μα άφισε, δεν πιάνει ο πειρασμός σου που δώρα θέλεις να δεχτώ χωρίς να ξέρει εκείνος.

Ο Μανώλης έγινε κατακόκκινος και ησθάνθη να τον κυριεύη πάλιν το θέλγητρον των γλυκυτάτων εκείνων οφθαλμών. Το τουρλωτόν φέσι του εφάνη την εσπέραν εκείνην ήμερον, ως νυκτικός σκούφος, και εις το τραπέζι συνέκρουσε το ποτήρι με τον Στρατήν, ο οποίος τον ηυχήθη: — Στσι χαρές σου, κουνιάδο!

Μου εγέμισε το ποτήρι μου και ενώ έπινα στην υγείαν του, αυτός κατέβασε πολλά ποτήρια. — Ο ρεμβασμός, είπε, επαναλαμβάνων την άνευ ειρμού ομιλίαν του και διευθύνων το ισχυρόν φως μιας λάμπας προς έν των βαρυτίμων ετρουσκικών αγγείων, ο ρεμβασμός, ιδού ο κύριος σκοπός του βίου μου. Καθώς βλέπετε δε, επίτηδες διεσκεύασα έν αναχωρητήριον κατάλληλον διά τον ρεμβασμόν μου.

Και τότε ανήμερης γροθιάς τους βάζει ομπρός βραβεία. Μουλάρι δουλεφτάδικο μες στο μεϊντάνι φέρνει κι' εκεί το δένει, αμέρωτο, έξη χρονών π' απ' όλα 655 πιο ζόρικο να μερωθεί και για το νικημένο ποτήρι βάζει πλουμιστό.