United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα ευχαρίστως θα έδιδα τα δέκα σβάντζικα, για να μου έφερνε κανείς ένα ποτήρι νερό. Μια αρμάθα κυδώνια είχα κρεμασμένη στον τοίχο απ' έν' αραφάκι. Σηκώθηκα, επήρα ένα και το μάσησα, για να ξεδιψάσω. Ύστερα, σαν καλλίτερα μου φάνηκε να ήταν ψημένα. Έκαμα κουράγιο, άναψα φωτιά κ' έψησα δυο-τρία και τάφαγα. Είχα κουράγιο. Η καρδιά μου γερή. Ο εμετός μου είχε πάψει από ώρα.

Αυτός τον έφαγε και το μακαρίτη! αναστέναξε ο Μαθιός. Το σκουλήκι στην καρδιά. — Την αγαπούσε το λοιπόν με τα σωστά του; ρώτησε ο Θανάσης. Εγώ έλεγα πως χωράτευε. — Γυρεύεις τώρα; είπε ο Γιαννιός. Εκεί που βρίσκεται, κι αν την αγαπούσε τηνέ ξέχασε. Πώς το λες αυτό; είπε ο Μαθιός χτυπώντας το ποτήρι του στο τραπέζι Ξέρεις τι γίνεται μαθές στον άλλον κόσμο; Γύρισε κανένας και σούφερε τα μαντάτα!

Η Κυρά Λοξή επέμενεν αρνούμενη, αλλ' ενθυμηθείσα την μαγείρισσαν δεν ηδυνήθη να ανθέξη εις την ευχαρίστησιν του να την εκδικηθή καθημένη, έστω και επί μίαν στιγμήν, εις την τράπεζαν του κυρίου της, ενώ εκείνη ήθελε να της κλείση την θύραν του. — Αφού το θέλεις, ιατρέ μου, μόνον ένα ποτήρι κρασί εις υγείαν σου και φεύγομεν.

Τι να πω κ' εγώ;... Θα πιούμε άλλο; Ο Γιάννης ο Μακαρίτης έσπρωξε το ποτήρι από μπροστά του. — Δε θέλω πια. Πάω να κοιμηθώ. Θαρθής μαζί; Πήρε το δαχτυλίδι, το τύλιξε σ' ένα παληόχαρτο και τώχωσε στην τσέπη του. Σηκωθήκανε κ' οι δυο μαζί και πήραν τον ανήφορο, τρεκλίζοντας μέσα στα σκοτάδια.

Και το σπίτι μου, τ' αρχοντικό μου ψήλωνε και θέριευε των φτωχών κυβέρνια, των φίλων παίνεμα και φτόνος των οχτρών. Κ' εγώ δεν έπαυα ν' αποζητώ το ριζικάρη, τον καλό μας άγγελο, του σπιτιού μας το στοιχειό. Τον ζήτησα στα κατώγεια και στ' ανώγεια, μέρα και νύχτα τον έκραζα. Μα δεν καταδέχτηκε ναρθή να μου μιλήση, νιο να ρίξη κρασί στο ποτήρι της χαράς μου.

Οι ιστορητές ισχυρίζονται εδώ ότι η Βραγγίνα δεν είχε ρίξει στη θάλασσα το μπουκάλι το μισοαδειασμένο από τους αγαπημένους, το μπουκάλι με το μαγικό ποτό. Παρά ότι το πρωί όταν η κυρία της επήγε στο κρεβάτι του Βασιληά Μάρκου, η Βραγγίνα έχυσε σ' ένα ποτήρι, ό,τι έμενε από το φίλτρο και τώδωσε στους συζύγους. Και ότι ο μεν Βασιληάς Μάρκος ήπιε πολύ, ενώ η Ιζόλδη έχυσε κρυφά το δικό της χάμου.

Εν τω μεταξύ έρχεται η Αμαλίτσα μ' ένα ποτήρι νερό. Η Μαριάννα ηθέλησε να της το πάρη, όχι! ανεφώνησε το παιδί με γλυκυτάτην έκφρασιν· όχι συ, Καρολίνα, θα πιής πρώτη!

Η κλωτσιές είναι εντελώς φυσικές, μα την ζωήν μου. — Συγγνώμην, δεσποινίς, επανέλαβεν ο κύριος Δε-Κοκ αποστομωθείς κατά τοιούτον τρόπον, συγγνώμην. Δεν είχα την πρόθεσιν να σας ενοχλήσω. Δεσποινίς Λαπλάς, ο κύριος Δε-Κοκ ζητεί την τιμήν να συγκρούση το ποτήρι του μαζί σας.

Η παπαδιά έσπρωξε το ποτήρι θυμωμένη: — Να το πάρης το κρασί σου στο κελλί, να κερνάς τις προκομμένες που ξαγορεύεις. Κάλλιο να τους δίνης να πίνουν με την κανάτα, παρά με το Δισκοπότηρο. Να μην κολάζεσαι κι' όλα. Ο Παπα-Παρθένης μαζεύτηκε. Όταν έπαιρνε έτσι το Χερουβικό η παπαδιά, καλά ξεμπερδέματα. Την βαστούσε ο Πειρασμός μια βδομάδα.

Ω! δυστυχία τί έχει να γίνη! Εζήτησε τη μποτίλιά του. Έ μ μ α. Έσπασε και το ποτήρι. Καλά 'που δεν έσπασε τίποτε άλλο. Λ έ λ α. Κανένα κεφάλι! Δεν θα ήταν βέβαια πρώτη του φορά! Ο λ γ ί ν α. Σιωπάτε! Τα πράγματα ησυχάζουν. Του είπεν η μαμά πώς τη μποτίλια την έσπασε το γατάκι του. Έ μ μ α. Καλά τα κατάφερεν η μητέρα Λ έ λ α. Είναι φοβερόν.