Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
ΧΟΡΟΣ Κόρη της Δήμητρας! που σε λατρεύουνε σε κάθε οδό, και βασιλεύεις κάτω στης νύχτας και στης μέρας τα φαντάσματα, — ώ Περσεφόνη! οδήγησε γεμάτο το κακοθάνατο ποτήρι τώρα, που στέλν' η πολυσέβαστη κυρά, με της σταλαματιές, που απ' τον κομμένο λαιμό χύθηκαν έξω μια φορά της γήινης Γοργόνας, εις εκείνον που μπαίνει μέσ' στο σπίτι μας,— κανείς στην πόλι να μη βασιλέψη ξένος, παρά οι Ερεχθείδαι οι ευγενείς.
Είπε, κι' εφτύς σηκώθηκε άντρας τρανός στηθάτος, ο γιος του Πανοπιά Επειγός, των γρόθων κατεχάρης. 665 Κι' άγγιξε εφτύς τ' ακούραστο μουλάρι και τους είπε «Πιος είναι... ας βγει... που το διπλό ποτήρι θα κερδίσει. Τι σας το λέω, άλλος κανείς δεν παίρνει το μουλάρι, δε με νικάει, τι στις γροθιές — το λέω — εγώ 'μαι ο πρώτος.
Ο Καλίφης αφού έπιεν, ηθέλησε να επιστρέψη το ποτήρι, μα έμεινεν εκστατικός οπόταν το είδε πάλιν γεμάτο από κρασί πριν το δώση. Αυτός το ξαναπίνει έως την ύστερη σταλαγματιά, και εκεί που ήθελε να το επιστρέψη το βλέπει πάλιν γεμάτο ωσάν το πρώτο, χωρίς κανείς να το γεμίση.
Βαστά κερί και φέγγει του, ποτήρι και κερνά τον· Κι' όσα ποτήρια τον κερνά τόσα λόγια του λέει· «Μισεύγεις, Κωνσταντίνε μου, κείντα μου παραγγέρνεις ... » Και έκαστον ημίστιχον επαναλαμβάνετο υπό ολοκλήρου του χορού.
Τι εννοείς με αυτό; Α, εννοώ! μελαγχολείς και σου χρειάζεται ακόμη κρασί. Εμπρός. Πιέ προς χάριν μου και αυτό. Και αφού εγέμισεν ένα άλλο ποτήρι κρασί το έτεινε προς τον καμπούρην, ο οποίος ηρκέσθη να το παρατηρήση, σαν να μη το ήθελε. — Πιέ, σου λέγω, εφώναξε το θηρίον, ή θα σε πάρουν όλοι οι διάβολοι . . . Ο νάνος εδίσταζεν· ο βασιληάς έγεινε κατακόκκινος από λύσσαν.
— Μετά χαράς, είπεν ο ξενοδόχος, και υπήγε με το ποτήρι εις την γραίαν, η οποία ήτο στυλωμένη εις το κάρον. — Ο εγγονός σου μου είπε να σου φέρω νερόν, εφώναξεν ο ξενοδόχος. Η αποθαμένη γραία ούτε απεκρίθη, ούτε εκινήθη. — Δεν ακούεις; εφώναξεν ο ξενοδόχος με όλην του την δύναμιν. Ο εγγονός σου σού στέλλει το ποτήρι τούτο!
Είπε και το γλυκύτατο κρασί συγκέρνα εκείνος, και εις όλους γύρω εμέρασε• κ' εκείθ' όπου καθίζαν των μακαρίων των θεών εσπόνδισαν εκείνοι• 55 μόνος τότ' εσηκώθηκεν ο θείος Οδυσσέας και δίκουπον επρόσφερε ποτήρι της Αρήτης, κ' εκείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• «Χαίρε μου, ω βασίλισσα, ολοζωής, ως νά 'λθη το γήρας και ο θάνατος, οπ' όλους περιμένουν• 60 αναχωρώ τώρα και συ 'ς το σπίτι τούτο χαίρου τα τέκνα, τον λαόν και τον Αλκίνοον βασιλέα».
ΚΑΙΣΑΡ. Θα τον ευχαριστήση άρά γε η περιγραφή αύτη; ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ύστερα από το ποτήρι του Πομπηίου, άλλως αυτός είναι αληθής επικούρειος. Έλα, τι διάβολο θέλεις να μου ειπής; άφησέ με τώρα, φύγε. Κάμε όπως σου είπα. — Πού είναι το ποτήρι που σου εζήτησα; Αν χάριν των υπηρεσιών μου θέλης να με ακούσης, σήκω μια στιγμή. ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Είσαι τρελλός, μου φαίνεται.
Οι σύντροφοι του με κολακίες και γλυκόλογα ζητούσανε να τον κρατούν ήσυχο. — Τα σκοτεινά πράμματα δε μ' αρέσουν εμένα· αν είνε γάμος θέλω κ' εγώ να ξέρω· εφώναζε δυνατά. Και εζήτηξε να σηκωθή, μα δυο σύντροφοι, ο ένας δεξιά κι' ο άλλος ζερβά, τον βαστάξανε. — Μην κάνης σαν παιδί, καϋμένε Στέφανε· ήντα σε κόφτει; ας κάμουν ό,τι θένε μέσα· βάλε να πιούμε. Και του εγέμισε το ποτήρι του.
Τα πουλιά φτερουγίζουν και φλυαρούν σα να σε ξαναχαιρετούν ευτυχισμένα σαν τότε. Τίποτε δεν άλλαξε από την εξοχή ακόμα. Μήτε η μαραμένη καλύβα κάτω στο δάσος, μήτε το ποταμάκι που κυλά στις πικροδάφνες και στα πλατάνια, που φουντόνουν νιοβλαστημένα. Θα σκύψουμε να πιούμε νεράκι στην πράσινη όχτη του, σαν τότε· ποτήρι θάχης τα δυο μου χέρια, ποτήρι θάχω τις κόκκινες απαλάμες σου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν