United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθισμένος κι αφτός στο μεσιανό παγκάρι ο καλός μας ο ψαράς, ολόχαρος πάντα και γελαστός, χωμένος μες την καταβρεγμένη τη βρακούλα του, έλαμνε ολοένα με τάξη και ρυθμό τα ελαφρά κουπάκια. Εγλυκόφεβγαν γαληνεμένα, πήχτρα τα νερά. Εκαθρέφτιζαν της αβγής τα τρυφερά τα χρώματα και τουρανού τα γαλανά τα φωτά· ερόδιζαν μες ταργυρόχλωμα τα πλάτια τους.

Εζάρωναν, εσούφρωναν σε φειδωτά, αφροστεφανωμένα κυματάκια τα τρομαγμένα τα νερά· εξετυλίγονταν ολοένα, μυριόπτυχες, συδίπλωτες οι ζάρες, πίσω απ την καθισμένη πρύμη μας, σαν άπειρες ραφές στου γιαλού πάνω τα κοιμισμένα πλάτια.

Βουνό, να σ' απολάψω, Μέσ' αφ' του χαμηλόκαμπου Τα βαρετά τα πλάτια, Τα βαρετά και τ' άδροσα, Τα λιοπυροκαμένα, Ο ευωδερός αγέρας σου Κι' ο δροσοβολισμένος Μου ροβολάει και μώρχεται Να με συναπαντήση Και μέσα μου νέα ύπατα. Νέα δύναμι μου δίνει Να ξεκαμπίσω, τα ισκερά, Να φτάκω τα ριζά σου.

Τι είχε σκοπό στους Αχαιούς και Τρώες να στείλει ακόμα στεναγμούς και πίκρες και πολέμους. 40 Και ξύπνησε, κι' η θεϊκιά φωνή είτανε χυμένη γύρω, κι' ορθός κάθεται, και βάζει το πανώριο σκουτί, καινούργιο μαλακό, και την πλατιά του κάπα, κι' ώρια αμποδένει σάνταλα στα παχουλά του πόδια, κι' ασημοκάρφωτη κρεμάει γύρω στους ώμους σπάθα· 45 έτσι, κρατώντας το ραβδί το γονικό στα χέρια, τ' άλιωτο πάντα, κίνησε για το καραβοστάσι.

Και πλιάτσικα με τους σωρούς μαζέψαμε οχ τον κάμπο, πενήντα βοϊδοκόπαδα, προβάτων άλλα τόσα, πενήντα χοίρων, και γιδιών πλατιά κοπάδια ως τόσα, και γλήγορα άλογα ξανθά ως εκατόν πενήντα, 680 όλα φοράδες πούθρεφαν πολλές τους και πουλάρια. Και μες σε μια νυχτιά όλα αφτά τα πήγαμε στην Πύλο ως στο καστρί. Αναγάλλιασε μέσα ο Νηλιάς στα στήθια πούμουνα τόσο τυχερός μόλις σε μάχη βγήκα.

Μέσα στων σταφυλιών το αίμα θε να πλύνουν τη στολή τους. Άγγελοι θα τους βρέξουνε τα πόδια τους με λάδι μυρωμένο, γιατί αφίκανε τα ίχνη τους στον δρόμο τον ευλογημένο! Μέσα μου κάτι λυγάει, σαν ένα τόξο χρυσό. Στην κόρδα δίνει περισσό σκούντημα η σαγίτα για να τρέξη. Στου ουρανού τα πλάτια, σαν μετέωρο να φέξη λες η ψυχή μου λαχταράει. ΜΑΝΝΑ. Του κρόκκου το άρωμα ευωδιάζει η πνοή του. . .

Μου αρέσει εκεί να μένω ορθός και να θωρώ στο φως πλημμυρισμένο τον κάμπο το χλωρό. Τον ήλιο πώς σηκώνει σε αχνό την καταχνιά, τα δάση πώς χρυσώνει και φέγγει στα νερά. Πώς τα πουλιά λαλούνε φαιδρά, πώς καθετί, πώς όλα όσα πετούνε ή δένονται στη γη, φύλλα, φτερούγια, στήθια ανοίγουνε πλατιά για να χαρούνε πλήθια την πρωινή χαρά.

«Δόξα στο βασιλιά», έκραξε κοντά του, «δόξα στο βασιλιά», κάποια λαλιά, «δόξα στο βασιλιά», το πήραν κάτου το πλήθη του λαού μακριά πλατιά. «Αυτό θέλει η βουλή που βασιλεύει ψηλά και κυβερνά ουρανό και γη και στέλνει εδώ τον έναν να δουλεύη κι άλλον όσους δουλεύουν να οδηγή.

Από τα μολοχόφυλλα της άντζαις τους ποδαίνουν· 345 Και από πλατιά πεντάνευρα τ' αστήθια τους σκεπαίνουν· Τα καμπρολαχανόφυλλα γυροστρογγυλεμένα Για ασπίδες εχρησίμεψαν σ' εκείνων τον καθένα.

Μούγκρισε τότες σα θεριό, κι' η μάννα του στα βάθια 35 πούμενε κάτου του γιαλού, στου γέρου της πατέρα, τ' ακούει και σπάει στα κλάματα, και του γιαλού οι νεράιδες μαζέβουνται όλες γύρω της, όσες βαθιά 'ναι κάτου, 38 και γιόμισε η πλατιά σπηλιά· κι' ενώ όλες τους τα στήθια 50 χτυπούσαν, τότε αρχίνησε τα μοιρολόγια η Θέτη «Ακούστε με τη χλιβερή, νεράιδες μου αδερφούλες, για να μου ξέρτε τι καημοί τα σπλάχνα μου σπαράζουν.