United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, κι' αφτοί προσέφκουνταν στο γιο του Κρόνου Δία, 200 κι' είπαν ξανάπαν, τα πλατιά κοιτάζοντας ουράνια «Δία πατέρα, π' αψηλά ορίζεις οχ την Ίδα, μεγάλε, μυριοδόξαστε! του Αία δώσ' του νίκη, και βοήθησέ τον ζηλεφτό καμάρι να κερδίσει· μα αν και τον Έχτορα αγαπάς, την συλλογή του αν έχεις, καν ίση δώσ' τους και των διο τη δύναμη και δόξα205

Μα και μέρα βγαίνει και τότε κανείς δεν τονέ βλέπει, γιατ' είναι ντυμένος με του ήλιου τις αχτίδες και πιο φεγγερός από τον ήλιο. . .! Και πιο πέρα πιάνουν κάμποι κι άλλοι λόφοι, που πρασινίζουν απ' το Γεννάρη, πλατιά ξαπλωμένοι· κι ανεβαίνουν αγάλια-αγάλια όλοι μαζί αψηλά και με τον άσπρο δρόμο του Φαλήρου αντάμα, σα να τον πιάνουν απ’ το χέρι να τονέ σηκώσουν, ίσαμε το σπιτάκι· κ’ έπειτα τρέχουν πάλι όλοι μαζί τον κατήφορο ως πέρα στη θάλασσα.

Αυτό το παιγνίδι του Σβεν κοίταζε η μικρή Μάρθα και τέλος τονέ ρώτησε τι έκανε κει. — Δε βλέπεις; Παίζω στη χλόη, είπε ο Σβεν. Και ξαφνισμένος άνοιξε πλατιά τα μάτια του. Όχι, η Μάρθα δεν το εννοούσε, μα αφού είδε το Σβεν να παίζη τόση ώρα εκεί, νόμισε πως έπρεπε να είναι κάτι πολύ διασκεδαστικό και κάθησε κι αυτή κοντά του.

Άφιναν στρίγλικα άγρια τσιριχτά, πάνω στις ακροπελαγιάς τα βράχια· άστραφταν την ολόχρυση φτερούγα τους μες τα γαληνεμένα τα νερά, κ' εχάνονταν στα πλάτια του γιαλού κεικάτω τρομαγμένα. ... Αλήθεια, εκοιμήθηκες καμιά φορά στη βάρκα μέσα; Συ κιόλα, πολυχαϊδεμένε μου!

Τρίτος τ' Ατριά σηκώθη ο γιος, ο καστανός Μενέλας, του Δία θρέμμα, κι' έζεψε διο γλήγορα άλογά του, τον Πόδαργο, δικό του ζω, και τ' αδερφού την Αίθα, 295 που ο Χέπωλος την έδωκε του βασιλιά Αγαμέμνου ροσφέτι, τι ήθελε στην Τρία μαζί του να μη σύρει, παρά στον τόπο του έτσι αφτού να μείνει, και το βιος του να χαίρεται που τούδωκε χουφτιές τα πλούτη ο Δίας, μες στη Σικιώνα που πλατιά στολίζουν χοροστάσα· αφτή έζεβε ενώ ακράτητη να τρέξει λαχταρούσε. 300

Κοίταξε μάτια γλυκά και δακριοβρεμένα, κοίταξε φρύδια πλατιά και κατάμαυρα, χείλη νόστιμα και ψιλά. Απ' όλο το πρόσωπό της στάζει η γλύκα της ομορφιάς, κ' η πίκρα του πόνου, της φτώχειας, της άδικης όμως φτώχειας, της φτώχειας που παίρνει το θύμα της από το μιντέρι και το τινάζει στην έρημη τη ψάθα. Και καθώς ξεκινάει, απλώνει το χέρι της η αρχόντισσα και της βάζει κάτι στο χέρι.