Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Και συ φλογέρα μου, γιατί, γιατί δεν ησυχάζεις; Τ' έχεις καϋμένη, και βογγάς και κλαις κι' αναστενάζεις, 'Σ όλην αυτή την ερημιά, 'ς όλην αυτή τη νύχτα, Και λες τραγούδι φλίβερο και παραπονεμένο, Και τον αντίλαλο ξυπνάς 'ςταίς λαγκαδιαίς, 'ςτά δάση, Ξυπνάς κι' από τον ύπνο της την ώμορφη την πλάσι;... Ξύλο δεν ήσουν άλλαλο κι' ανώφελη βεργούλα, Κ' εγώ ο μαύρος σου χάρισα ακέρηα την ψυχή μου; Σώδωκα αθάνατη φωνή και πόνο και γλυκάδα, Που σε ζηλεύουν σαν σ' ακούν ακόμα και τ' αηδόνια.
— Ίων! προτήτερα εγώ απ' όλους τους θεούς σου παραδίδω τόνομα, οπού θα φέρνης πάντα. ΙΩΝ Το άρμα το τετράλογο προβαίνει, και λάμπει όλ' η πλάσι φωτισμένη από το φως του ήλιου το λαμπρό• και στην φωτιά ετούτη την αιθέρια μπροστά, τραβούν και φεύγουνε ταστέρια μαζύ με το σκοτάδι το ιερό.
Μα εκείνος βαργομισμένος από την ταπεινή φυλακή του ψηλώνει μάτια στον γαλανόν αιθέρα και τ' άπλερα φτερά κουνεί και λαχτίζει το σκεύος να το ρίξη από πάνω του. Κ' είνε μεγάλος ο αγώνας και βαρύς ο κάματος! Κουφό κονταροχτύπημα πέφτει τετράδιπλο και συγκλονεί την πλάσι και τρομάζει τη ζωή.
ΤΟ ΜΑΓΕΜΜΕΝΟ ΜΑΝΤΗΛΙ κ. Ευαγ. Γ. Ζαλοκώστα Ώρα γλυκειά της χαραυγής όπου ξυπνάει η πλάσι, Οπού γλυκαγκαλιάζεται το φως με το σκοτάδι.
«Ω φίλοι, ας ερωτήσουμε τον ξένον αν γνωρίζει κάποιον αγώνα• ότι κακός 'ς την πλάσι αυτός δεν είναι• κνήμαις, μεριά, βραχίονες, και ο σβέρκος ο γενναίος 135 μεγάλην δείχνουν δύναμι, και νειότη δεν του λείπει• αλλά πολλά παθήματα τον έχουν συντριμμένον• ότι άλλο ωσάν την θάλασσα, θαρρώ δεν παραλύει τόσο κακά τον άνθρωπο, πολύ και αν είναι ανδρείος».
Μ' όλους χαίρεται φιλία Ο καθείς τον αγαπάει, Τον ζητάει μεταχαράς. Και γιατί τόση ευτυχία; Αφορμής γελοκαπάει, Κι' επειδή είναι μυταράς! Γ α σ τ ρ ί μ α ρ γ ο ς Σ' άλλα πράμματα θαρρώ. Οσους θέλω να ευρώ, Έναν μ' άλλον να συγκρίνω, Και σε λάθος να μη μείνω. Στη δική σου προκοπή Κάννας άλλος μην ειπή Εις της σφαίρας μας την πλάσι, Πως νά έφτασε, ή θα φτάσει.
Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας• «Κάθε άλλην έχε μέριμναν, Αλκίνοε• δεν ομοιάζω των αθανάτων, πώχουσι των ουρανών τους θόλους, 'ς την πλάσι, και 'ς τ' ανάστημα• θνητός άνθρωπος είμαι. 210 και όσους θνητούς γνωρίζετε να δέρν' η δυστυχία, 'ς τα πάθη εδύνομουν εγώ να συγκριθώ μ' εκείνους• κ' είχα εγώ ακόμη πλειότερα κακά να εξιστορήσω, όσ' από θείαν θέλησιν όλα μαζή μ' ευρήκαν. είμ' άθλιος• αλλ' αφήστε με για τώρα να δειπνήσω• 215 ότι άλλο πράγμ' αναίσχυντο δεν είναι ως η κοιλία• τον εαυτόν της η σκληρή να στοχασθής σε βιάζει, όσα και αν έχης βάσανα και λύπαις 'ς την ψυχήν σου. κ' εγώ 'χω λύπη 'ς την ψυχή, και ιδού πάντοτ' εκείνη ζητεί να φάγω και να πιω, και όσα 'χω παθημένα 220 μου σβύνει από τον λογισμό και να γεμίση θέλει. σεις πάλι όλα ετοιμάσετε, άμα φωτίσ' η ημέρα, όπως πατήσ' ο άμοιρος την γην την πατρικήν μου, αν και πολλά 'παθα κακά• να ιδώ, και ας αποθάνω, το κτήμα μου, τους δούλους μου, και το υψηλό παλάτι». 225
Αλλά, αλλά γελάσθηκα. Μια 'πατηλή ελπίδα Μου μένει πάντα 'ς την καρδιά Ν' ακούσω ώρα 'ς ώρα Ένα τουφέκι βροντερό 'Στήν ένδοξη τον χώρα. Το βρόντο του δεν άκουσα, Μόν 'σάν καπνούρα είδα Για σώπα, σώπα και θαλθή Μια 'μέρα και για σένα, Ν' ακούσης και το βρόντο του, Να ταραχθή η Πλάσι, Τα έρμα τούτα τα βουνά Να σκούζουν, και τα δάση Και τα λαγκάδια να βογγούν Στα αίματα πνιγμένα.
Τ' έχεις, φλογέρα, πες μου το, πες μου το, μη σωπαίνης· Τι κλαις μονάχη και ξυπνάς την πλάσι από τον ύπνο; Και τον κρυφό τον πόνο μου ξυπνάς και την καρδιά μου, Κ' αρχίζει τ' αναστέναγμα, αρχίζει και το κλάμα! Φαρμακωμένη η δύστυχη μέρα με μέρα σβυέται, Αφ' όντας την αγάπη μου τα μάτια μου δεν είδαν.
Η πλάσι » Εύρε την ησυχία της, » Εύρε τον γλυκόν ύπνο.» « Ενόσω 'ζούσα, ποιος γονιός » Έχαιρε τα παιδιά του; » Από ποιο σπήτι μπόρεγε » Ν' ακούεται τραγούδι; » Ποιόν είδα και δε 'μάρανα; » Και το μικρό λουλούδι! » Ποιος νειός είδε 'ς την αγκαλιά » Την αγαπητικιά του;»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν