United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την είδα να κλείνη πίσω της την πόρτα, κ' έμεινα όπως είμουνα καθισμένος κ' είχα το συναίστημα πως όλα όσα έζησα μαζί της είτανε πεθαμένα και χαμένα και πως τώρα θα μας άφινε. Ένοιωσα πως αν δεν το έκαμε, αυτό δεν έγινε χάρη μου, μα χάρη του μικρού με τα χρυσά μαλλιά και τα παράξενα παιδικά μάτια, του μικρού αγγέλου της, που ήρθε και την έδεσε με τη ζωή.

Ας πάμε να ιδούμε τι μας θέλει ο κυρ Αγησίλαος. — Δε θ' αργήσης; ηρώτησεν η σύζυγός του. — Πώς θ' αργήσω; Μήπως έχομε τίποτε να μοιράσωμε με το γείτονα; Θάχη καμμιά δουλειά να μου παραγγείλη . . . Σε δύο λεπτά είμαι 'πίσω. — Κύτταξε να μη παραστρατήσης! . . . — Με το καλό μου φέσι; απήντησεν ο Δημήτρης, εκπλαγείς ότι η συμβίος του υπέθετεν αυτόν ικανόν προς τοιαύτην μωρίαν. Και εξήλθε λέγων·

Έτσι κ' η άνοιξη, η χλοϊσμένη, θλίβεται βαθιά σα μαυροσυννεφιάση ο αχνογάλανος ουρανός Όταν ξαναείδε ο Νίκος τη Βεργινία στο κρεββάτι της, άσπρη κ' έρημη μέσα στο σκιόφωτο-αισθάνθηκ' ένα χύμα από εσπλαχνία να ξεχειλίζη μέσα του: από όλη την ευτυχία των νιάτων και της ζωής, αυτή δεν είχε τίποτα ! κι αυτός τα είχε όλα-κι ακόμα και το λίγο εκείνο πούτονε δικό της της τόχε κλέψει, αφού της είχε πάρει πίσω τον εαυτό του πούτον το μόνο της καλό.

Βασίλευε τότες ακόμα στην Περσία ο Κοβάδης. Γνωρίζοντας λοιπόν ο Ιουστινιανός πως ειρήνη δεν είχε όσο ζούσε ο Κοβάδης, αποφάσισε να ξακολουθήση τον πόλεμο, και μαθόντας πως η στερνή μάχη δεν πήγε τόσο λαμπρά καθώς η άλλη, της Δάρας, φώναξε πίσω το Βελισάριο κ' έστειλε καινούριο στρατηγό, το Μούνδο. Έκαμε κάτι κι αυτός στη Μαρτυρόπολη.

Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Καινούργιες ιστορίες έχουμε πάλι; Τι είνε αυτά τα ρούχα, άντρα μου; Δε λογαριάζεις τον κόσμο; Έχεις όρεξι δηλαδή να σε παίρνουν από πίσω όπου πας; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Μόνο οι ηλίθιοι και οι ηλίθιες θα με παίρνουν από πίσω, γυναίκα μου. Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Έννοια σου και δεν περίμεναν ως τώρα για να σ' αρχίσουν στην κοροϊδία. Είνε πολύς καιρός που όλος ο κόσμος γελάει με τα καμώματά σου.

Μην ξέρτε κι' άλλους πίσω μας βοηθούς που καρτεράνε, 735 ή κάναν πύργο πιο γερό που στέκει να μας σώσει; Κάστρο δεν ξέρω εγώ κοντά πυργόφραχτο κανένα που μ' άλλη δύναμη από κει ξανά ν' αντισταθούμε. Τρώες εδώ μας τριγυρνούν με σπάθες με κοντάρια, κι' εμείς σπρωγμένοι ως στο γιαλό αλάργα απ' την πατρίδα. 740 Έτσι η ολπίδα στο σπαθί, όχι σε δείλια κι' όκνο

Χρηστοβασίλης δυναμώνει τη λαχτάρα του καθενός μας για τον τόπο του, κι' ό,τι αισθάνεται ο ίδιος για το αγαπημένο του χωριό κάνει να το αιστάνεται και για το χωριό του ο κάθε του αναγνώστης, και ένα που ξέχασε την πατρίδα τον και ζούσε χρόνια πολλά στη Ρουμανία τον έκανε να τη θυμηθή και να γυρίση πίσω, μ' ένα του διήγημα στη «Φωνή της Ηπείρου» με τον «Ξενιτεμένο» δηλ. που τον έχουμε και σ' αυτή τη συλλογή

Αριστερά ήταν ένα νεκροταφείο απέραντο των Τούρκων, με φουντωτά, πυκνά, βαθυπράσινα κυπαρίσσια. Κοίταξα πίσω, και είδα χαμηλά τη θάλασσα, βαθειά μεσημεριάτικα βαμένη, ανάμεσα στα τείχη και στα κυπαρίσσια.

Δε θέλησε ο Νίκος να τους αποδείξη τίποτα για όσα γίνηκαν και τους τόδινε το κλειδί. . Σιγά-σιγά αρχίσανε να τονέ φέρνουνε βόλτα : κάτι καλημερούδια πονετικά, πίσω ατ’ το παντζουράκι, κάτι χαμόγελα ροδοζαχαρωμένα, κάποιος κεσές κυδώνι μπελτέ να γλυκαίνη το παιδί το στόμα του κάθε πρωί. . . Η γριά δα τόχε απ’ ανέκαθε μέσα στην καρδιά της το παλληκάρι για την προκοπή και την αξιάδα του. . και κάθε τόσο να του λέη για τη σχωρεμένη τη Βεργινία που στάθηκε άτυχη να μην τονέ χαρή τέτοιον αντρούλη που της χάρισε ο Θεός. . και πετούσε κι από 'ναν πούντο για τη Λιόλια που καλύτερα να μην ερχόταν ολότελα: όχι πως τα πίστεψε αυτά πούβγαλε εκείνη η φτειασιδωμένη, η διπλοχωρισμένη, η παλιογλωσσού η Ευρυδίκη, αλλά γιατί να δίνης αφορμή. . . Νά, αυτό το λιγοστό που της έκανε της Βεργινίας η μικρή, τάχα δε θα τόκανε κ' η Μπιμπίκα της- πούναι και τόσο ψυχοπονετικιά! και χωρίς κανένα έξοδο.

Όμια κι' ο Αίας κάρφωσε πηδώντας τη δική του, 260 κι' ο στόκος ίσα διάβηκε ως μέσακι' ενώ ορμούσε πίσω ξανά τον άμπωξεκαι κόφτοντας του πήγε ως στο λαιμό, κι' ανάβρυζε μαβρόθολο το αίμας.