Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025


Εις τους θνητούς αγγέλλουν την ημέρα η κορυφές του Παρνασσού κει πέρα η απάτητες, με όψι λαμπερή, και ο καπνός που απ' τη σμύρνα βγαίνει την ξερική, πετάει και ανεβαίνει, στου Ροίβου τα παλάτια προχωρεί. Από το θείο τρίποδα η μάντισσα και πάλι μαντέματα θαρχίση στους Έλληνας να ψάλλη, που ο Φοίβος ο θεός θα 'ρθή και θα της τραγουδήση.

Έχει και μια στενή πλακοστρωμένη αυλή γύρω. Ήτον η 23 Τρυγητή, μέρα τ' Αϊγιαννιού, και το μοναστήρι πανηγύριζε. Γι' αυτό τα κελλιά όλα κ' η κρεββάτες του, κι η αποθήκες και τα χαμώγια κ' η αυλή κ' η εκκλησιά ακόμα μέσα ήταν πέρα πέρα πιασμέν' από πλήθη προσκυνητών, οπούχαν συμμαζωχτή εκεί μες απ’ τα Γιάννινα κι απ' τα χωριά ολόγυρα. Φτάσαμ' εκεί νύχτα εμείς.

Πέρα της καλλιεργημένης εκτάσεως, αριστερόθεν μεν το οροπέδιον ανυψούμενον εσχημάτιζε σειράν λόφων θαμνοσκεπών, δεξιόθεν δε έκλινε βαθμιαίως προς την παραλίαν, και η κυανή του Αιγαίου θάλασσα εξηπλούτο εκείθεν απέραντος, ποικιλλομένη από τα απέχοντα βουνά των άλλων νήσων. Ήτο αληθώς ωραίον το θέαμα, αλλ' ο ιερεύς δεν το έβλεπεν. Ο νους του ήτο αλλαχού προσηλωμένος.

Έμεινα εκεί περισσότερο από ένα μήνα, Έφις, καταλαβαίνεις: σαράντα μέρες. Με γιάτρεψαν, προσπάθησαν να με ξαναβάλουν στη δουλεία, αλλά ήταν δύσκολο επειδή όλοι ήξεραν πια την ιστορία μου. Έπειτα κι εγώ ήθελα να φύγω μακριά, πέρα από τη θάλασσα. Το τι τράβηξα όλον εκείνο τον καιρό κανείς δεν μπορεί να το ξέρει.

Καταραμένοι νάναι οι θαλασσινοί που σε κουβάλησαν δω πέρα, αντί να σε πετάξουν στη θάλασσαΈσκασε τα γέλοια ο τρελλός κι' εξακολούθησε: «Βασίλισσα Ιζόλδη, δε θυμόσαστε το μπάνιο όπου θέλατε να με σκοτώστε με το σπαθί μου; Και την ιστορία της χρυσής τρίχας που σας μαλάκωσε την καρδιά; Και πώς σας υπερασπίστηκα εναντίον του ανάντρου αυλάρχη; — Παύτε, μοχθηρέ ψεύτη.

Στους ίσκιους πέρα τους βαθιούς, μες τα πυκνά τα φύλλα σκεπασμένα, αθώρητα και μυστικά, ονειρεφτά και πολυζήλεφτα, είνε τα μαγικά λημέρια της αγάπης. Κάθε απόσπερο, που θα καλαψηφόση, προφυλαγμένος από κάθε μάτι προδοτικό, μες το βαρύ σκοτάδι τυλιγμένος, γλυστρά πάνω απ το λόγκο, περνά μέσα στους σύδεντρους τους κήπους, πηδάει τις ποριές ελαφρός σαν ίσκιωμα απονύχτερο.

Μα ο νους μου ταξίδευε μακριά, πολύ μακριά από την καρδιά της πατριώτισσας Μαριγώς. Την καληνύχτισα, κ' έφυγα. Τέτοια σπίτια θα βρης εδώ πέρα πολλά. Μην το θαρρής όμως πως είναι όλα τους μιναρέδες σαν του Θοδωράκη το σπίτι. Έχει και δυο τρία Ρωμιόσπιτα. Εκεί παραμέσα στέκουνταν ένα τα χρόνια κείνα, ανάμεσα σε κάτι χαλάσματα, κοντά στους Τούρκικους τους μαχαλάδες.

Έβλεπα ν' αναιβοκαταιβαίνω το δρόμο του ποταμού χιλιάδες φορές, πότε γκότσι στες πλάτες της μάννας μου, ή της αδερφής μου, πότε περβατώντας, και πότε καβάλλα. Έβλεπα σε μια πλαγιά, εκεί πέρα, την αδερφή μου να βόσκη ζυγούρια και κατσίκια, και να μου λέγη τραγούδια. Μου φαίνονταν πως ήκουα ακόμα την αγγελική της τη φωνή.

Κυττάτε, σ' αυτό εδώ το μέρος τον ετρύπησε πέρα ως πέρα το σπαθί του Κάσσιου. Δέστε τι άνοιγμα που έκανε ο ζηλιάρης ο Κάσκας. Να, εδώ έδωκε τη μαχαιριά ο πολυαγάπητος Βρούτος... Ευγενικές ψυχές, τι κλαίτε και μονάχα που το φόρεμα του Καίσαρός μας βλέπετε καταξεσχισμένο

Και τη στιγμή σα διάβαινε τη χώρα και θωρούσε το Ζερβοπόρτι, όθε είτανε όξω να βγει στον κάμπο, να τη απ' αγνάντια πρόβαλε τρεχάτη η Αντρομάχη, τ' Αητιού του λιονταρόκαρδου η μυριοπλούσια κόρη, 395 τ' Αητιού που βασιλιά άλλοτες τον είχαν οι Κιλίκοι πέρα στη Θήβα, στα ριζά της δασωμένης Πλάκος· να τίνος ρήγα ο Έχτορας την κόρη είχε γυναίκα.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν