Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025


Ποιος, που θέλει να κρατήση κάποιο αίσθημα μορφής μέσα του, μπορεί να βγη πέρα ανάμεσα από το τεράστιο πλήθος των βιβλίων που ο κόσμος παρήγαγε, βιβλίων όπου μέσα η σκέψη τραυλίζει και η αμάθεια γαυγίζει; Η κλωστή που θα μας οδηγήση πέρα ως πέρα από τον κουραστικό λαβύρινθο είναι στα χέρια της Κριτικής.

Πέρα από τα πράσινα αμπέλια και τ' ασημωμένα λιοστάσια των Σαλώνων οι τρυγητές γυναίκες κι άντρες γύριζαν μπλούκια, μπλούκια προς την Ιτιά. Κάρρα και ζώα, άμαξες κατέβαιναν. Κ' οι καμήλες κατάψηλες κι άχαρες, ξαπλόνουνταν αποσταμένες στην ακροθαλασσιά, κι άνοιγαν θεόρατες τις μασέλες τους, και ρουφούσαν ηδονικά κι αυτές τη δρόσο της βραδιάς.

Στο μεταξύ δούλευε ως τόσο η Ευσεβία, κ' έστερξε τέλος πάντων ο Κωστάντιος να τον κάμη Καίσαρα τον Ιουλιανό. Ύστερα λοιπόν από έξη μήνες φιλοσοφία τράβηξε κατά τη Γαλατία, που είχε ανάγκη ο Βασιλέας εκεί από καλό Κυβερνήτη. Και φαίνεται πως πιδέξια τάβγαλε πέρα στη χώρα εκείνη, που τηνέ βασάνιζαν τότες οι Γερμανοί, επειδή σε πέντε χρόνια μέσα τους έδιωξε τους βαρβάρους.

Τόση όμως ταπεινοσύνη, τόση κολακεία ποτές, μήτε στους σκοτεινότερους χρόνους της Τουρκοκρατίας δεν έδειξε. Αν καταπιάστηκε κ' ένα ανθρωπινό έργο ο Νέρωνας, τάνοιγμα του Ιστμού, πρι να μισέψη μια για πάντα από τη χώρα που μόλυνε με την παρουσία του, δε μας φαίνεται να είχε άλλο στο νου του παρά την ανοικονόμητη μεγαλομανία του. Έπειτα δεν μπόρεσε να το βγάλη και πέρα.

Ναι, κατά το βραδάκι, όπως μετά από μια μέρα ελευθερίας που την περνά κανείς περιπλανώμενος, χασομέρης και ανικανοποίητος. Όλα ήταν ήσυχα και θλιβερά εκεί πέρα. Το Βουνό πρόβαλε πάνω στο μαύρο σπίτι, στον ανοιχτοπράσινο ουρανό του δειλινού, το καινούργιο φεγγάρι έπεφτε επάνω στο Βουνό και ο αποσπερίτης τρεμόπαιζε πάνω από το φεγγάρι.

Από τον ανοικτόν της στέγης φεγγίτην ήλθεν έξω η γάτα του δωματίου, και από την υδρορρόην της στέγης την επέρασε πέρα πέρα όλη και ήλθε εδώ κοντά της η γάτα της κουζίνας. — Ξέρεις νέα εις τον Μύλονηρώτησεν η γάτα του δωματίου «εδώ είναι λαθραία αρραβωνιάσματα 'στο σπίτι.

Και βάδιζε η κόρη μπροστά με το κλαρί της ανθισμένης λεμονιάς στο χέρι, γελαστή κι ολόχαρη σα νύφη στα πιστρόφια της. Πίσω της πήγαινε ο Δημητράκης, παραδομένος στ' όνειρο και στο έργο, σαν παλαιστής βέβαιος για τη νίκη του. — Εξαίσια! εφώναξε ο Γκενεβέζος· στυλώνοντας πέρα τα μάτια του, λες κ' έβλεπε καθρεφτισμένο εκεί το διάβα τους.

Βρίσκει ένα γέρο και 'ρωτά: — Πες μου, καϋμένε γέρο, Τ' είν' τ' άσπρο εκείνο το ψηλό μέσ' 'ς το βουνό το πέρα; Μην είν' παληό ερημόκκλησο, μη στοιχειωμένος πύργος, Μη είν' παλάτι ερημικό; — Του Ήλιου είν' το παλάτι, Του ωραίου, του ολόφωτου θεού. Αυτός γυρνάτον κόσμο Φως για να δώση και ζωή με ταις λαμπραίς του αχτίδες.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ-μόνος Μωρέ! τι πράματα είν' αυτά!. . . είνε σχεδόν ημέρα, κι' ακόμα η γυναίκα μου δεν φαίνετ' εδώ πέρα. Πώς γλίστρησε; ... τι εστάθηκε;... πού πήγε και μου χάθηκε;... Εκεί που εκοιμώμουνα, μου έρχεται να χέσω• ζητώντας της αρβύλες μου στα πόδια μου να δέσω και το χιτώνα για να βγω, στο σκότος ψηλαφούσα εδώ κ' εκεί, μα πουθενά να ταύρω δεν μπορούσα.

Μα ο ουρανός ρίχνει την συγκρατούμενη βροχή του σκεπασμένος πέρα ως πέρ' από σύγνεφα. Επελάγωσαν οι δρόμοι μας όλοι, μούσκεψαν οι τοίχοι κι' η σκέπες των σπιτιών. Νοτίζουν όλα τα πράμματά μας. Και μια μεγάλ' υγρασία, που περνάει την σάρκα μας ως το κόκκαλο, μας εζάρωσε ολότελα. Τα βουνά πέρα είνε τυλιγμένα σε μπόρα και δεν φαίνονται. Βρέχ' εδώ και χιονίζει εκεί.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν