Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουλίου 2025


Ανέχου αγογγύστως των γυναικών το φύλον, αν και καλά γνωρίζω πως είσαι ανεμόμυλος, κι' ενώ συχνά με τόνον τας βλασφημείς οργίλον εν τούτοις ποδογύρου σ' εξημερόνει όμιλος. Αν όλ' αυτά που λέγω δεν πάνε εις τον βρόντον και παρ' εμέ καθίσης την κεφαλήν εγείρας, θα φαίνεσαι καμάρι των νέων και γερόντων και διαρκής νεότης θα είναι και το γήρας.

Κάμποσα είπα και για τη γλώσσα, που θα μου άρεζε να μην πάνε χαμένα όλους διόλου, τουλάχιστο για να καταλάβουνε πως τάλεγα κι από τότες. Μα υπάρχει κι άλλος λόγος που τα ξανατυπώνω. Όσο μιλούσα, ο Μποέμ σημείωνε τα λόγια μου.

Πούνε τα μπερικέτια τα παληά; Πάει, πέθανε το νησί μας, ξεψύχησε. Βγήκαν τα σκουλήκια να το φάνε. Ανθρώπινα σκουλήκια. Όλο τρώνε κι' όλο πεινάνε... Ο Γερο-Τρακοσάρης πέρασε από κάτω απ' το γιαλό, πήρε τον απάνω δρόμο και χάθηκε πίσω από τα μαγαζιά, δίχως να γυρίση να κυττάξη από τους καφενέδες. Ήξερε πως μ' όλα τα καλοπιάσματα τούψαλαν από πίσω όσα παίρνει η σκούπα. «Δεν πάνε να λένε! έλεγε.

Απεφάσισεν ο νέος Μητροπολίτης, Θεός σχωρέσ' τονεένας ωχρός δεσπότης ως νεκρός, μ' εσβεσμένην όψιν ως όψιν νεκρού, και με πλέον εσβεσμένην φωνήν, ως φωνήν νεκρού. Βεβαίως και με νεκράν την καρδίαν. Ο κώδων εσήμαινεν ακόμη τρέμων ως σπασμένος. — Τώρα πλεια Χριστούγεννα! τώρα πλεια Χριστούγεννα! Η ημέρα έλαμπε πλέον επί των παραθύρων μου. — Πάνε λοιπόν και τα Χριστούγεννα! Τάφαγαν και αυτά!

Και τρέχανε μ' οχλοβουή στα πλοία, κι' από κάτου 150 απ' τα ποδάρια ως αψηλά ο κουρνιαχτός πηδούσε, κι' έσκουζε ο ένας τ' άλλου εφτύς ν' αδράξουν τα καράβια και ναν τα ρήξουν στο γιαλό, και πάστρεβαν τ' αβλάκια κι' ως στα ουράνια ανέβαινε το σκούξιμο, ζητώντας πίσω να πάνε, κι' έβγαζαν των πλοίων τα φαλάγγια.

Τ' αστέρια μέσ' 'ς τα σύγνεφα κρύβουνε ταις θωριαίς τους, Και κλαίγει τώρα ο ουρανός πώλαμπε 'σάν ζαφείρι. Βγαίνουν. 'Μπροστά-'μπροστά κινούν τα γυναικόπαιδά τους, Και 'πίσω-'πίσω η λυβεντιά ζωμένοι τάρματά τους. Απ' ταις γυναίκες κι' απ' ταις νηαίς, νηαίς 'σάν Μαϊού λουλούδια, Πολλαίς τ' αντρίκια εντύθηκαν και πάνε...με τραγούδια!

Τι παράξενη νύχτα και τι κρύο σκοτάδι, σα να γερνούνε στον αέρα φαντάσματα. Ας κάμουμε το σταυρό μας κι ας μείνουμε δω καμμιάν ώρα, ώσπου να λαλήξη κι ο πετεινός. Περμ. Να πάη, λέει, ολομόναχη στο κοιμητήριο και να μυρολογάη απάνω από τα παιδιά της, κ' ύστερα να γυρεύη να γκρεμιστή! Κι ας την πάνε στο Μοναστήρι μια και καλή την κακόσυρτη, νάχουν την έννοια της οι καλόγριες. Πιπ.

Τον άκουσε η αφεντιά σας; Τώρα όλα θα πάνε καλά.» «Ας το ελπίσουμε∙ όλα θα πάνε καλά», είπε η Νοέμι, αλλά δεν ήξερε και η ίδια τι θα πήγανε καλά. Αισθανόταν μια ξαφνική αγάπη για όλους. «Πείτε στον Τσουαναντόνι να έρθει απόψε. Θα του δώσω κόκκινα αχλάδια.» Η γριά της άρπαξε το χέρι, το φίλησε και έφυγε κλαίγοντας. Η Νοέμι γύρισε στη θέση της.

Θέλω ν' αρμενίσω στην άγνωστη θάλασσα... Θέλω να με πάνε τα κύματα μακρυά, μακρυά, καταμόναχο. Σε ποιον τόπο; δεν ξέρω, αλλά κει που ίσως θα βρω τη γιατρειά μου. Και ίσως μια μέρα θα σας υπηρετήσω ακόμη, ωραίε θείε, ως αρπιστής, ως κυνηγός, και ως υποτελής». Παρακάλεσε τόσο θερμά, που στο τέλος ο Βασιληάς Μάρκος τούκανε το θέλημά του. Τον έφερε σε μια βάρκα δίχως πανιά και δίχως κουπιά.

Ένοιωσε επάνω στα δάχτυλά του τα χείλη της βρεγμένα από δάκρυα σαν να ήταν ένα λουλούδι υγρό από τις σταγόνες της δροσιάς και ανατρίχιασε. Του φάνηκε ν’ απομακρύνεται ο εφιάλτης που τον τυραννούσε τρεις μέρες. «Θα γυρίσει», είπε δυνατά. «Και όλα θα πάνε καλά. Θα βάλει μυαλό, θα μετανιώσει, θα είστε ευχαριστημένοι και όλα θα πάνε καλά…Οι δυο γυναίκες έφυγαν καθησυχασμένες.

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν