Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουλίου 2025
Σε βαρέθηκα να σε βλέπω...» Στον καφενέ! Τι να κάνω στον καφενέ; «Στα καρφιά κάθεται ο Αποστόλης, μου λέγανε στον καφενέ. Άιντε πήγαινε, Αποστόλη, να μη σε δείρη η γυναίκα σου!...» Καλότυχοι, τόσο ήξεραν, τόσο έλεγαν... Πάνε κείνα τα χρόνια. Μου την πήρε ο Θεός, δόξα νάχη τόνομά του. Από τότε δεν είμαι στον κόσμο τούτο· είμαι από τον άλλον κόσμο. Ζωντανός και πεθαμμένος.
Κάθε Ελληνικό που κατάντησε αργό στα πιώτερα μέρη εξαιτίας της ξενοκρατίας, το πήρε ο Χριστιανισμός και το γλύτωσε από το χαμό. Κι όχι μονάχα πολιτικούς τύπους, παρά και φιλοσοφικούς και φιλολογικούς, καθώς είδαμε, και θα ξαναδούμε λίγο κατόπι. Εννοείται πως δημοκρατικοί τύποι δεν πάνε να πουν και δημοκρατική ουσία. Η ουσία είταν ολιγαρχική.
Για να γλυτώσουν κιόλα οι άμοιροι από το κακό, και να γλυτώσουν από του μαβρο-Λίακα το βρυκολάκιασμα, πιάνουν και τον παίρνουν, και, μπροστά ο παπάς, πάνε στο κοιμητήρι νύχτα, κι ανοίγουν βαθύ λαγούμι, κατάβαθο, και τον πετάνε μέσα, ζεστόν ακόμα τον άμοιρο! Τον πετροχωνιάζουν κιόλα, να μη μπορή να κουνηθή. Να μη μπορή να ξεβρυκολακιάση και νάβγη πάλι στον Απανωκόσμο, ερημιά του !
Κι' οι θεογέννητοι αρχηγοί γοργά, κι' ο γιος τ' Ατρέα, 445 τους λόχους τους παράταζαν, κι' η Αθήνα μαζί τους με την αγέραστη άλιωτη τη μυριοπλούσια ασπίδα, που ως εκατό της κρέμουνταν μαλαματένια κρόσα καλοπλεμένα, ως εκατό βοδιώνε το καθένα, μ' αφτή στα χέρια αστραφτερή τ' ασκέρι δρασκελούσε 450 και γκάρδιωνε τους Αχαιούς στον πόλεμο να πάνε μες στην ψυχή αναστύλωσε του καθενός το θάρρος, που έτσι χωρίς αποκοπή να πολεμάν και σφάζουν· κι' άξαφνα πιο γλυκιά ολωνών τους ήρθε τότε η μάχη παρά να παν στην ποθητή πατρίδα με τα πλοία.
Ο πρίγκηψ Hal και ο Poins παρουσιάζονται πρώτα σαν αλήτες ντυμένοι φορεσιές από χοντρόπανο κ' έπειτα μ' άσπρες εμπροσθέλες και πέτσινες ζακέττες σαν γκαρσόνια ταβέρνας· κι όσο για τον Falstaff, δεν παρουσιάζεται σαν ληστής του βουνού, σαν γρηά, σαν τον Κυνηγό Herne και σαν ένας μπόγος ασπρόρρουχα που τα πάνε στο πλυσταρειό;
— Του κάκου· μαζί να ξαναπάμε· ν' ανεβούμε τότε και στα Σφακιά, ν' ακούσουμε και τα χαριτωμένα τραγούδια τους, αφού οι "μπαρουθιές„ τους παν πια και πάνε, δόξα νάχη ο Θεός.! Το θυμάσαι το λιανοτράγουδο; Το κυπαρίσσι ρέγουμαι, το μυρισμένο ξύρο, Οπού σου μοιάζει, μάθια μου, στο μάκρος και στο ψήρο. — Καθώς βλέπω, δουλειά δε θα κάμουμε, λέει ο φίλος ανυπόμονα.
Κάτι άγρια πουλιά επέρασαν από 'πάνω μου, ένα κοπάδι, και τα είδα με απελπισίαν. Μ' εφοβήθηκαν! Εκρύωνα. Εζάρωσα εις την σπηλιά και είπα: — Έρμαις εληαίς! Και απόμεινα εκεί όπως με ηύρατε. Λίγο ακόμα, και θα τελείωνα με της παληοεληαίς, Κολλήγα! — Μη της ξαναλές πλεια, Κολλήγα. Ας πάνε στο καλό. Είσαι όμως και λίγο αράθυμος. Ο ποιμήν δεν ηθέλησε να τον αποκαλέση φιλάργυρον.
Από την ταχείαν εμφάνισιν της κόρης, ο Μανώλης ενόησεν ότι ήτο μόνη· αλλά διά παν ενδεχόμενον την ηρώτησεν αν ήτο εκεί ο πατέρας ή ο αδελφός της. Ήθελε τάχα να τους ειδοποιήση ότι εις τα Λιβάδια, όπου ήτο, είδεν ότι είχαν κάμη ζημίας εις τα σπαρτά των τα ζώα και έπρεπε να πάνε να «στιμάρουν» τας ζημίας διά να ζητήσουν αποζημίωσιν. — Όι, λείπουνε κιοί δυο.
Τους πιάνει αμέσως και διατάζει τους γενναίους του να τους πάνε στη φυλακή. — Δε μεταχειρίζονται έτσι τους ξένους στο Ελδοράδο, είπε ο Αγαθούλης. — Είμαι περισσότερο από κάθε άλλη φορά μανιχαίος, είπε ο Μαρτίνος. — Αλλά, κύριε, πού μας πάτε; ρώτησε ο Αγαθούλης. — Στο μπουδρούμι, απάντησε ο αστυνόμος.
Ενώ χαλούν ντουνιάδες εκείνος τον χαβά του... χωρίς ποτέ καθόλου ν' ανοίγη τα στραβά του ακούραστος τοξεύει καρφιά, βελόναις, βέλη, και πού εκείνα πάνε κουκούτσι δεν τον μέλει. Όταν ιδής των άλλων τας φρένας να μεθύση αρνείσαι εις εκείνους και κοκοβιού μυαλά, αλλ' αν ποτέ κι' απάνω 'στόν σβέρκο σου καθίση για κοκοβιό νομίζεις αυτόν που σε γελά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν