Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουλίου 2025


Πιο πιστό κι' απ' τη γυναίκα κι' απ' τη θάλασσα, κι' απ' όλα ταγαθά του κόσμου. Ας είνε καλά ταμπέλια του Θεού. Οι βαρέλλες δεν αδειάζουν ποτέ. Κι' αν αδειάσουν, ξαναγεμίζουν... — Αυτό, που λες, δε θα μαρνηθή ποτέ. Ποτέ δε θα μαρνηθή. Τύφλα νάχουνε γυναίκες κ' υποστατικά και πλεούμενα και παιδιά και σκυλιά. Όλα μαρνηθήκανε και φύγανε. Πάνε. Αυτό δε θα μαφήση, αν δεν ταφήσω.

Πόσα χρόνια έχουν; Και, καθώς βλέπετε, πάνε! Όλος ο κορνιαχτός της τσατής κατεστάλλαξεν επάνω των. Μαύρισαν, σαν της μουρτιαίς, που βάζουντην πόρτα της Παναγίας, 'ς την φέστα, και η οποίαις δεν βαστάνε παραπάνω από μια 'μέρα.

Είταν τώρα το κεφάλι του Δημήτρη μεταφερμένο στην εκκλησιά, να κάμη ο Πάτερ Χαράλαμπος τα πρεπούμενα. Έτσι τόκρινε εύλογο η γριά, να μην παραλυπηθή ο Μιχάλης. Σκύβει ο Μιχάλης και κρυφολέει της Βασιλικής πως νάρθη μαζί του σπίτι, κ' έχει να της πη. Η κυρά Φρόσω που τίποτις δεν της ξέφευγε, απατή της πήγε και τους παρακινούσε να πάνε και να συχάσουν οι δυο τους ύστερ' από τόσο παραδαρμό.

Ήρθε καιρός να του κάμη η καψογυναίκα του τις εννιά του. Παίρνει τον Παπα-Ξυδέα πάλι και παίρνει σπερνά, που έφτιασε, και παίρνει προσφορές και λιβάνια να πα να τόνε διαβάσουν. Πάνε στο κοιμητήρι, διαβαίνουν τα μνημούρια, φτάνουν και στου μαβρο-Λίακα τον τάφο. Τηράνε, τι να ιδούνε! Βλέπουν να κάθεται απάνου στον τάφο του ένα μεγάλο σκυλί σα δαμάλι.

Βρώμα και θειάφι και λαμπρό φως ετύφλωσαν ευθύς τα μάτια μου, έπνιξαν τον ανασασμό, έγδαραν τσιγκέλια τα στέρνα μου. Το αστραπόβολο έπεσε σούβλα πύρινη στο κατάστρωμα. Τετέλεσται! Η καταραμένη ευχή του Κάργα και με το παραπάνω ακούστηκε. Καλό πνίξιμο! Πάει τόρα η σκούνα, πάνε τα νυφιάτικα, πάει και ο καψογαμπρός στον πάτο.

Αλλοίμονο ! Δεν ξέρεις, φτωχή γυναικούλα, πού πάνε οι πεθαμένοι; Όταν η νύχτα απλωθή απάνω στα μνήματά τους, πάνε και βρίσκουν τις αγάπες τους. — Κακό πουλί! είπε μ' έναν αναστεναγμό η όμορφη χήρα. Κακό πουλί, γιατί παίζεις με τον πόνο μου; Εγώ είμαι η αγάπη του και πέρασαν νύχτες και νύχτες κι' ο καλός μου δεν ήρθε να με βρη.

Αυτός δα σε βαστάει στα χέρια όλη η Γαργαρέττα έχει να το κάνη. . . Κάπου θα μπλέχτηκαν ! Οχτώ η ώρα ! . . . Αμ νισάφι πιά ! Απ’ τις τρεις την είδα να πηγαίνη τον κατήφορο . . . Τώρα νύχτωσε. . ο κόσμος όλος είναι στα σπίτια τους. Κι αυτοί που είναι για τους χορούς ή για να πάνε μασκαράδες στα ξένα σπίτια, γυρίζουνε σπιτάκι τους να ετοιμαστούνε, να τσιμπήσουν κάτι.

Υπομονή! τα πράματα θα πάνε καλύτερα. Γιατί, σου το λέγω, αγαπητέ, έχεις δίκαιον. Αφ' ότου γυρίζω κάθε μέρα μεταξύ του λαού, και βλέπω τι κάμνουν, και πώς φέρονται, είμαι πλέον ευχαριστημένος από τον εαυτόν μου.

Φτωχός δε θάναι ο άνθρωπος που θε του πάνε τόσα, 125 άδιο δε θάναι από χρυσό και βιος τ' αρχοντικό του αν έχει όσα μού κέρδισαν τ' αλόγατά μου πλούτη.

Την άλλη μέρα η σοροκάδα έγινε με τα όλα της φωτιά. Ένα μπάρκο και μια γολέττα Γαλαξειδιώτικη, που τους ακολουθούσαν, τούδωκαν στα πρίμα, πόδισαν. Ο λοστρόμος άρχισε να τα χρειάζεται. — Καπετάνιο, η γολέττα και το μπάρκο, πρωτοτάξιδο μπάρκο! τούδωκαν, πάνε.

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν