Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουλίου 2025
Ήμουν νιός και γέρασα, θαλασσοπνίγηκα, τσακίστηκα, παντρεύτηκα και χήρεψα, παιδιά έκανα και παιδιά έθαψα, τρία καράβια πέρασαν από τα χέρια μου και πάνε κατά διαβόλου, σπίτια είχα και σπίτια ξέκανα, εληές είχα και ξεράθηκαν, ζωντανά και ψόφησαν, και ο Μοναχάκης Μοναχάκης και η «Αθηνά» «Αθηνά». Δόξα νάχη ο Θεός! Να ζήσουνε και να γεράσουνε!
Άμα το εύρουν, εσκέφθηκαν, ανασταίνουν εύκολα τους σκοτωμένους. Πάνε μέσα στη σπηλιά, ψάχνουν αποδώ, γυρεύουν αποκεί· σταλιά νερό. Ο μισητός φόνος εμόλυνε το αθάνατο κ' έφυγε να κρυφθή από τα μάτι του ανθρώπου· μαζί εχάθη και το ψαράκι. Φαρμακωμένοι τόρα εβγήκαν έξω οι καπετάνοι. Αλλ' ως που να έβγουν ακούνε που εφρεσκάριζεν ο καιρός.
— Μπρε το Θεό του! είπεν ο μηχανικός, πάει το σκαφίδι, πάνε και τα ρούχα μου, τα ξουράφια μου, όλο μου το παν. Ο τιμονιέρης στάζοντας από τα νερά του είπε: — Και τώρα!! — Και τώρα!! Έκανε στον ίδιο τόνο κι' ο άλλος. — Και τώρα να πάτε γλήγορα στ' Οπλονομείο, είπεν ο αξιωματικός της υπηρεσίας, για την ανάκριση. Αυτό ήτανε όλο.
Πόδισε τότε ο Έχτορας κι' οι στρατηγοί των Τρώων, 505 κι' οι Δαναοί ζητωκραβγούν και τους νεκρούς τραβάνε, και πάνε ακόμα πιο μπροστά. Μα σαν τους είδε ο Φοίβος από ψηλά οχ την Πέργαμο, χολόσκασε και σκούζει «Τρώες, ομπρός! Μη δείχνετε στους Αχαιούς τις πλάτες! Δεν έχουν σίδερο κορμιά, δεν τάχουνε από πέτρα, 510 που να βαστάνε όταν χαλκό τους ρήχνουν σαρκοσφάχτη.
Γαλέρες φεύγουν και γαλέρες έρχονται. Παίρνουν τα πλούτη μας τη δόξα, τα ιερά μας. Αλλού τα πάνε στη Δύσι την τρισβάρβαρη, να ημερώσουν κ' εκείνης τους λαούς, να δοξάσουν κ' εκείνης τα χώματα. Η Αγιατράπεζα όμως δεν ακολουθεί.
Κι αυτός τους προστάζει να σηκώσουν αμέσως το κυνήγι και να το φέρουνε στην Αθήνα, για να κάμουν ένα καλό ζιαφέτι πριν πολεμήσουν. Κ' έτσι έγινε. Πάνε στην Αθήνα, ψήνουν το κυνήγι, καθίζουνε μέσα στο παλάτι, και το ρίχτουν στο φαγοπότι. Και τρώγοντας και πίνοντας λησμονούν του τσομπάνη τα λόγια. Ως και τραγουδιστάδες, και χορεύτρες γυρεύανε.
Φωνάξανε αμέσως άλλους δυο Εβραίους· ο Αγαθούλης, πούλησε κι' άλλα διαμάντια· και φύγανε όλοι τους με μιαν άλλη γαλέρα για να πάνε να βρούνε την Κυνεγόνδη. &Τι συνέβη στον Αγαθούλη, στην Κυνεγόνδη, στον Παγγλώσση, στο Μαρτίνο κ.τ.λ.& — Συγγνώμην άλλη μια φορά. είπε ο Αγαθούλης στον βαρώνο, αιδεσιμώτατε πάτερ, που σας έδωκα μια σπαθιά πέρα ως πέρα.
— Δε μπορώ, παιδί μου... Με την αδυναμία πούχω, θαποθάνω στη στράτα. — Αλήθεια είνε πολύ αλάργο και στον κάμπο κάνει μεγάλη κάψα. — Είπανε να με πάνε και στο μοναστήρι τση Φανερωμένης, μα κεκεί 'ν' αλάργο. Ας με κάνη ο Θεός ό,τι θέλει. Μα για πε μου πότε θα πας στη χώρα; — Τω πρώτες του Σετέμπρη. — Το Σετέμπρη; μουρμούρισε.
— Για πού χαζιρεύεσαι; ηρώτησεν η Κρατήρα. — Δεν τάκουσες; Πάνε η εληαίς! απήντησεν ο Μπάρμπα-Σταύρος, και εκτύπα εις το σανιδένιον πάτωμα της οικίας τους βαρείς πόδας του εναλλάξ, όπως εφαρμόση αυτούς ακριβώς εντός των ρωσσικών υποδημάτων και βαδίζη χωρίς να πονή. — Κάμε γλήγορα Κρατήρα! είπε ταχέως μπουρμπουλλίζων τας λέξεις ο γέρων, ως άνθρωπος βιαζόμενος. Δόσε μου το τσίπουρο!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν