Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουλίου 2025


Δεν ήταν εύκολο να πάνε στη Γαϋέννα· ξέρανε καλά προς ποιο μέρος έπρεπε να βαδίσουν· αλλά παντού βουνά, ποτάμια, γκρεμοί, ληστές, άγριοι· υπήρχαν παντού τρομερά εμπόδια.

Τράβα μια, Φαφάνα, να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Ο καπετάν-Φαφάνας, πιών το κονιάκ, εξηκολούθησεν: — Ήλθεν ο δήμαρχος και όλη η δωδεκάδα. Όλοι στολισμένοι με κατακαίνουργα σταυρωτά περιστήθια, με καινούργιαις γούναις όλοι, με τα φέσια των τα υψηλά, 'ς την αράδα, κατακόκκινα, σαν παπαρούναις.

Αδειάζει κι' αυτή, οπού και εις τον ύπνο της ακόμα πλέκει την κάλτσα της κινούσα τα χέρια της! . . . Και ανεστέναξε βαθέως: — Να ήμουν ταχυά κι' εγώ στην Παναγία την Λημνιά, τη ενορία μας, ταχυά το ψυχοσάββατο! Τι κόλλυβα σωρό, οπού θα πάνε για όλους τους πεθαμένους! . . .

Όσο για το δεύτερο κανείς δεν το ξέρει». Ταυτίζει τη μορφή με την ουσία, τη θεωρεί μάλιστα κι ανώτερη. «Η τέχνη είναι συγχρόνως φόρμα και σύμβολο. Όσοι πάνε βαθειά από την επιφάνεια γυρεύοντας το σύμβολο το κάνουν για κακό δικό τους», λέει σαν καλός φορμίστας. Αγαπά τις γραμμές σαν αρχαίος έλλην ο νέος αυτός κι ασύγκριτος ωραιοπαθής.

Αλήθεια είνε, βλοημένη, απήντησεν ο παπάς· αλλά τώρα είνε... για όσους θέλουν να τα πιστεύσουν. — Κι' όσοι δεν τα πιστεύουν; — Θα πάνε στην Κόλασι, το ξέρω εγώ, είπε το ΚαλλιοπώΜα σαν είν' αλήθεια, παπά, γιατί ο Άγγελος Κυρίου δεν σήκωνε μια και καλή το μάγγανο να ξελευθερώση τον άνθρωπο; είπεν η Αννούδα, μία των γυναικών. — Το λέγει αυτό το Εύαγγέλιον;

Ξέρει καλά πως τ' όνειρο δεν είνε πολύ μακρυά απ' την αλήθεια. Τα πράματα της γενιάς του πάνε και πάνε απ' το κακό στο χειρότερο. Εδώ κ' ένα μήνα σκοτώθηκε ο πρωτότοκός του απάνω στο φαγοπότι. Τ' άλλα του παιδιά σερνικοθήλυκα, βγήκαν του σκοινιού και του παλουκιού. Δεν ήταν και λίγα· κάπου δεκαφτά. Κανένα όμως δεν άξιζε. Χαροκόποι, σπάταλοι, μεθυστάδες, αφιλότιμοι τα σερνικά.

Τέτοιαις γυναίκες θέλω εγώ το χώμα μας να βγάζη, Νάνετον έρωτα γλυκειαίς, λεβένταιςτο τσαπράζι! Η νηαίς πάνε μαζύ με νηούς. Α! τι χαρά, τι ζήλεια, Με της πατρίδας τον οχτρό, μέσ' 'ς τ' ασκεριού τη μέση, Ο νηός να πολεμάη, Και νάχη πλάιπλάι Την κόρη της αγάπης του, κι' αν βαρεθή, κι' αν πέση.

Στο μικρό του χωριό γιατρό δεν είχαν και τον πήγαν με μουλάρι στο κεφαλοχώρι πούταν η πρωτεύουσα της επαρχίας. Εκεί είχε συγγενικό σπίτι, όπου να μένη και να τον βλέπη γιατρός. Μπορούσαν να καλέσουν το γιατρό στο χωριό, αλλά έκριναν οικονομικώτερο να πάνε τον άρρωστο στο γιατρό.

Δεν έχει χέρι για σπαθί, μάτι για το τουφέκι Αρματωλού παλληκαριά και κλέφτικο καμάρι, » Μην κλαίτε μαύρα μου παιδιά, καϋμένα παλληκάρια! » Εξήντα χρόνια αρματωλός, σαράντα χρόνια κλέφτης » Να κυνηγάω την Τουρκιά να πελεκάω πασάδες. » Μόν' τώχω ντέρτιτην καρδιά, τώχω βαρύ μαράζι » Πως σαν το μάθουν οι άπιστοι θα μπουντο σύνορό μου, » Θα μου πατήσουν τα χωριά, το πατρικό μου κόλι. » Για κόφτε το κεφάλι μου, βάλτε τοτην κοτρόνα » Να καταιβούνε τα πουλιά να το μοιρολογήσουν, » Να καταιβούν κ' οι σταυραητοίτα νύχια να το πάρουν. » Να πάνε να το στήσουνε ταμπούριτη φωλειά τους. » Και σαν οι Τούρκοι καταιβούντο σύνορο του Πάλλα » Να πάνε να το ρίξουνε ανάμεσα 'ς τ' ασκέρια, » Για να το ιδούν οι άπιστοι και πίσω να γυρίσουν. »

Έχω δέκα κομματάκια, μιας χήρας, και τα ξεκάμνω εις τα πενήντα ένα. — Εγώ έχω πέντε ενός ορφανού, και τα ξεκάμνωτα πενήντα. — Όλο εμπρός μου θα βγαίνης, ευλογημένε; — Δεν είνε δικά μου, να σε χαρώ! — Πάρτε, κύριοι, πάρτε, . . . πριν πάνετα διακόσια. — Θα γυρεύετε και δεν θα βρίσκετε! . . . Και αι φωναί εξηκολούθουν, και ο πάταγος ηύξανε, και ο θόρυβος εκορυφούτο.

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν