Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025


Ω! άλλοτε, προ δεκαπέντε ετών, πριν γεννηθή ακόμη η Κούμπωναι, η Παναγία είχε δωρήσει το αβρόν εκείνο άνθος εις τον Φραγκούλην και την Σινιώραν, και η Παναγία πάλιν το είχε δρέψει και το είχεν αναλάβει πλησίον της, πριν μολυνθή εκ της επαφής των ματαίων του κόσμου . . . Τον καιρόν εκείνον, είχε συμβή ο πρώτος χωρισμός, το πρώτον πείσμα, το πρώτον κάκιωμα μεταξύ των συζύγων.

Παλιές αγάπες, τη θολή την ώρα αυτή ως περνάτε και τρεμοφέγγετε στο φως λουσμένες το απαλό, βαθιούς απόμακρους αχούς σβησμένους μου ξυπνάτε, σαν τους που στέλνει η θάλασσα σε απάνεμο γιαλό. Μια σα θλιμμένη Παναγιά περνά χλομή· μια πλάνο, λαύρο σκορπά το γέλιο της και χύνεται φωτιά, άλλη αεράκι αργογλιστρά πρωινό στη χλόη απάνω, μιας άλλης χύνει αντάριασμα και τρικυμιά η ματιά.

Έλυσε την μαντίλα από τον στολισμένο της λαιμό και άρχισε να μιλάει με νοσταλγία για το πανηγύρι. «Όλοι είναι εκεί, και τα εγγόνια μου, η Παναγιά μαζί τους. Όλοι εκεί είναι και δροσίζονται, επειδή βλέπουν τη θάλασσα….» «Γιατί δεν πήγατε κι εσείς;» «Και το σπίτι, κυρά μου; Όσο φτωχικό κι αν είναι ένα σπίτι δεν πρέπει να το αφήνει κανείς μόνο, αλλιώς θα μπει το στοιχειό.

Τις δουλιές, την υπακουή, την πάστρα, τη λιγολογιά. Τις δικές της δεν τις σκέφτηκε καθόλου. Ούτε στο παραθύρι βγήκε, ούτε στους δρόμους. Μόνον την πρώτη Κυριακή ζήτησε να βγη για να συνάξη κάτι πράματά της, λέει. Η κυρία Μαχαλά κούνησε το κεφάλι. Πάει! δε θα την ξαναϊδή. Μα η Ασημίνα γύρισε το βράδυ και νωρίςνωρίς μάλιστα. Και από τότε δεν το πάτησε τα κατώφλι. Έλα Χριστέ και Παναγιά!

Ώστε μίαν πρωίαν η μητέρα της εισελθούσα, — ελησμόνησε να κλειδώσητην εύρεν έτσι γονατιστήν, μ' επηρμένας χείρας ικέτιδας, άγαλμα έξοχον της Προσευχής, αγαθού λιθοξόου, μισοκοιμισμένην, ψιθυρίζουσαν ως εν ονείρω προς την Πανάμωμον Δέσποιναν. — Αν είνε μάγια, Παναγία μου, λυπήσου με, και χάλασε τα μάγια! Πορταΐτισσά μου, καλή μου Παναγία μου!

Να πάω εγώ μοναχή μου, να ιδώ, μην έπεσε πουθενά. ..... Μπορεί να μπήκε μες την Παναγιά να κάμη το σταυρό του. — Πώς να πας μοναχή σου, πάλι; — Θα πάρω και το λαδικό ν' ανάψω τα κανδήλια της Παναγίας . . . Κεράκια έφερα απ' το χωριό . . . Μη φοβάσαι!

Ο μάγος βλέπει το έθνος, και τότες πια και το έθνος βλέπει το ίδιο τι είναι, βλέπει τι αξίζει. Η ψυχή του μεγαλώνει και γίνεται φανερή. Τέτοια πανάγια δουλειά κάμνει η φιλολογία, η ελαφρά φιλολογία, που δεν είναι λαφριά και που δεν είναι μπόσικο παιχνιδάκι. Φτειάνει έθνος και φωτίζει από μέσα τους λαούς. Παρίσι 1891.

Όχι. Είχαμε τη μητέρα του Θεού, μια ώμορφη μεσαιωνική Παναγία, που με στέμμα Βυζαντινής αυτοκρατόρισσας, μας εγλυκοκύταζε μέσ' από το σκουργιασμένο κάδρο της. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Και ποιος σας πάντρεψε: Μ α ρ ί α. Ένας παπάς, που μόλις είξευρε να διαβάζη, ευλόγησε το γάμο μας. Τα στέφανά μας τάπλεξα εγώ από κισσούς και από ολόασπρα του κάμπου αγριολούλουδα. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Τι ώμορφα που τα λέει.

Ποιος είνε; απήντησεν η Γερακούλα. — Να, εγώ είμαι, θα πάτε ς' Κεχρεά; — Λέμε να πάμε· τι να κάμουμε! — 'Σαν είνε, ναρθώ κ' εγώ μαζί σας. — Καλώς ναρθής. — Ξέρεις, φοβάμαι μοναχή μ'. Τώρα δεν έρχουνται οι αγρουφύλακες κ' εγώ φοβάμαι μοναχή μ'! — Μη φοβάσαι. Δεν είναι τίποτα. Ημείς πήγαμετη Γλώσσα. Δεν είνε τίποτα. — Ξέρω κ' εγώ. Ρέματα είνε, αλάργα είνε, φόβος είνε. — Χριστός και Παναγία!

Η Παναγιά να τη δυναμώνη τη δόλια, να μην της έρθη και τίποτις. Από πού ξεφύτρωσες εσύ τώρα! Να μην τάφερες τάλογα από κανένα χωριό; Κερ. Τι χωριό και τι ξεχωριό! Οληνυχτής ταξίδευα με το φεγγαράκι. Πρι να προβάλη ο ήλιος ξεκίνησ' από τη χώρα, και να 'μαι τώρα. Αμέ τι θαρρείς; Έτσι μονάχα, θα γίνεται γάμος και γω θα γυρίζω \ μες στα βουνά; Γαρουφ.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν