Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025


Μα εγώ όχι τούπα... α! θάβγαινα πολύ πιο κερδισμένος... Μα τώρα τόσο μου στρατό σαν πήρα στο λαιμό μου με τις περφάνιες μου, δειλιώ τους Τρώες ν' αντικρύσω, 105 μήπως γυρίσει και μου πει κανείς χειρότερός μου 'Λαμπρή η αντριά του Έχτορα που ρήμαξε τον τόπο! Έτσι θα πουν.

Έλεγα πως έφταιε το σαπούνι, και δεν έκανε καθόλου αφρό. Νόμισα πως με είχανε γελάσει και μου δόσανε θάλασσα. Έχυσα το πρώτο νερό και πήρα άλλο. Το δοκίμασα και ήταν γλυκό. Μα τα ίδια πάλι. Τώρα το θυμούμαι και με πιάνουν τα γέλια. Άρχισε να γελά μ' ολάνοιχτη την καρδιά. Ο κληρωτός έκανε το ίδιο. Ύστερα από λίγο η φανέλλα ήταν ολοκάθαρη. Το έδειχνε κάτασπρη η σαπουνάδα που έβγαιναν από παντού.

Με μιας το κάστρο τ' άνοιξα, τον πήρα 'ςτά παλάτια, Τον έλουσα, τον άλειψα ροδόνερο και μόσχο, Και τώστρωσα να κοιμηθή γιατ' είνε αποσταμένος. Γυρίστε, μην πεζεύετε· και για δική μου αγάπη Θα πάτε πέρα, αδέρφια μου, 'στ' απάτητο περβόλι, Πούναι τα Μήλα τα Χρυσά που τα φυλάει ο Δράκος, Να πάρτε, να του φέρετε, γιατ' είνε παντρεμμένος, Κέχει γυναίκα ωμορφονιά που είν' άρρωστη 'ςτό στρώμα.

Πώς μπορεί να βρίσκεται δω ο Τριστάνος; Πώς θάφευγε μπροστά σας; Πώς δε θα σταματούσε άμα άκουγε τόνομά μου; — Μολαταύτα, Βασίλισσα, τον είδα, και μάλιστα του πήρα ένα από τάλογά του. Κυττάχτε το κει κάτω σελλωμένο στ' αλώνι». Αλλά ο Μπλεχερή είδε τη Βασίλισσα θυμωμένη. Λυπήθηκε, γιατί αγαπούσε τον Τριστάνο και τη Βασίλισσα. Την άφησε, μετανοιώνοντας που μίλησε.

Και σαν τάθαψα τακριβά μου και τα σκέπασα με χώμα και με πετράδια, και κατρακύλισα απάνω απάνω κ' ένα μεγάλο λιθάρι, και χάραξα σταυρό μ' ένα κεραμίδι, πήρα τα κλαμμένα μάτια, μου κ' έφυγα κατά τα βουνά. Παρακαλούσα ν' ανταμώσω έναν τους μπροστά μου, να δώσω και να πάρω μια μαχαιριά, και να γλυτώσωΕδώ τον πήραν το γέρο τα δάκρια. Δεν μπόρεσε να πάη εμπρός. Δεν μπορούσαμε και μεις πια ν' ακούμε.

Μιλούσαν κ' οι τρεις τους σα ν' αρραβωνιάστηκε η Ελένη... Όλα τα καλά της ιστορήθηκαν, όλες οι μορφιές της, ως και τα παλιά της τα πάθια. Δεν μπορούσα πια να βαστάξω. Σηκώθηκα και βγήκα στην αυλή. Άνοιξα τη θύρα, πήρα τα μάτια μου, κ' έφυγα. Πού πήγαινα δεν ήξερα. Μ' έβγαλε ο δρόμος στον Ανεμόμυλο. Ανέβηκα το βουναράκι.

Αλλά τώρα ο Χριστός τους είπεν ότι εις τους καιρούς των διωγμών οίτινες επίκειντο, αναγκαίον ήτο το βαλάντιον και η πήρα, και «ο μη έχων, πωλησάτω το ιμάτιον αυτού και αγορασάτω μάχαιραν.» Ο σκοπός του ήτο να τους πληροφορήση περί μεταβολής καταστάσεως, καθ' ην έπρεπε να περιμένωσι μίσος, φθόνον, διωγμούς· αλλ' ως διά να τους αποτρέψη από πάσης αμέσου αποπείρας προς υπεράσπισιν της ζωής εκείνης, την οποίαν Αυτός εκουσίως εθυσίαζε, προσέθηκεν ότι το τέλος ήτο εγγύς, και ότι έπρεπε να πληρωθή και τούτο το γεγραμμένον επ' Αυτώ, το «και μετά ανόμων ελογίσθηΑλλ' οι Απόστολοι ως συνήθως εξ αμαθείας παρεξήγησαν τους λόγους Του, μη βλέποντες πνευματικόν μάθημα εν αυτοίς, αλλά μόνον την κατά γράμμα έννοιαν. «Κύριε, ιδού μάχαιραι ώδε δύοήτο το σχεδόν παιδαριώδες σχόλιον επί των λόγων Του.

Μωρή, και δεν το χαίρεσαι που πήγαινα να πιαστώ απατή μου στα βρόχια του, παρά φοβήθηκες μην τύχη και γελάστηκες; σκύβει και της λέει της φιλενάδας εκεί που καθότανε με δυο άλλες στο κατώφλι της πόρτας της ανακούρκουδα, καταπώς κάμνουν οι χωριανές. — Μου γλυκομίλησε ο άνομος, και το πήρα κομπόδεμα σαν άμυαλη που είμουνα, και σα να μην το είχα μυρισμένο κι από τα πριν πως αυτός τάχει ψημένα με τη Μιχάλαινα χρόνους και χρόνους τώρα, από τότες που είτανε να την πάρη γυναίκα του και χάλασε ο αρρεβώνας, εξαιτίας που είταν ανήλικος, που να μην τόσωνε να χρονιάση.

Πώς λοιπόν τουτ’ αφίνοντας να ποθώ άλλα; Ποτέ νους καλοστόχαστος κακός δεν είναι° αλλ’ ούτε βασιλέας ποτέ θέλω να γείνω, ούτε θα καλοτύχιζα, κι αν προσπαθούσα μ’ άλλους μαζί να πάρω σου τη βασιλεία. Εις το μαντείον πήγαινε καλά να μάθης, αν τον χρησμόν σού άλλαξα και δεν τον είπα όπως τον πήρα.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν