Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025


ΧΟΡΟΣ ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΣ και έπειτα ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΣ Τι ευτυχής πούν' ο λαός! και εγώ η δούλα η καλή, και η κυρά μου πειό πολύ! Κι' όλες εσείς, που κάθε μια μπροστά στην πόρτα μένει, κι' ο δήμος και οι γείτονες, κι' αυτοί ευτυχισμένοι. Μα το θεό; είμαι κ' εγώ μια δούλα, κι' όμως πήρα κ' έβαλα στο κεφάλι μου τα πειό ωραία μύρα.

Πούναι ο άνδρας σου; Πούν' τος; Ότι μπήκα απ' την πόρτα, ακούω μπλουμ! Τρέχω. . .Τι να ιδώ! Δεν πρόφθασα . . . Ούτε ήξευρα πως είσ' εδώ. Σε είχα στο χωριό πως βρίσκεσαι . . . Είχα μάθει πως ήσουν άρρωστη . . . Την τρομάρα που πήρα! . . . Τώρα κρέμασμα ανάποδα και γλήγορα . . . Δεν πιστεύω να είναι καλά πνιγμένα . . . Πούναι . . . τος ο άντρας σου; Πούντος;

» Μεςτο Βραχώρι πάλεψα. »'Σαυτό το Μακρυνόρο, » Μεςτο Λουτράκι 'σκόρπισα » Τους Τούρκους, 'ς το Κομπότι, »'Στήν Πέτα πήρα την πληγή » Εκείνη μου την πρώτη. »'Σ τη Σοροβίλλα πλήρωσαν » Οι Τούρκοι, πολύ φόρο

Μονάχος τότε εκίνησα Το δεξί δρόμο πήρα, Να ιδώ, να ιδώ πούθελα βγη, Πούθελα καταντήσει. Και προχωρώντας έφθασα Σε μαρμαρένια βρύση, Κι' αντίκρυ της υψόνονταν Μια χρυσωμένη θύρα.

Για αφτό δεν πήρα σε καλό το γυριστό δοξάρι τη μέρα εκείνη απ' το καρφί, σαν ξεκινούσα ο έρμος 210 να φέρω εδώ στον Έχτορα βοήθια και στους Τρώες.

Είπε, και αυτή πλειότερον πόθον του θρήνου αισθάνθη, άμα της είπε ασάλευτα γνωρίσματ' ο Οδυσσέας. 250 και, αφούτον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη, πάλιαυτόν απάντησεν, ωμίλησέ του και είπε· «Ω ξέν', είχες την λύπη μου και πριν, αλλ' από τώρα αγαπητός και σεβαστόςτο σπίτι μου συ θα 'σαι· τα ενδύματ', ως τ' ανάφερες, μ' αυτά τα χέρια πήρα 255 κ' εδίπλωσ' απ' τον θάλαμο, και την λαμπρήν περόνην εκάρφωσα, καλλώπισμα να έχη αυτός, 'που οπίσω δεν θα 'λθη, αχ! να τον δεχθώ, 'ς την ποθητήν πατρίδα· μοίρατο πλοίον έφερε κακή τον Οδυσσέα, την Κακοΐλιον να ιδή την τρισκαταραμένην». 260

Δεν είξευρα τι να πω, . . τι να κάμω. — Χάρισμά μου; λέω, αφέντη, μα πώς . . . — Δεν έχει πώς, λέει· θα τα πάρης! Μου κάνεις χάρη, . . . . Και μου σφίγγει το χέρι. Μου σφίγγει το χέρι, Μαριώ, κατάλαβες; Τι να κάμω το λοιπόν; τα πήρα. Κακά έκαμα; έπρεπε να μη τα πάρω; Η πτωχή Μαριώ δεν ηδύνατο να απαντήση. Έκλαιε.

Την αφήκα με τη Γαρουφαλιά, αφού την καθησύχασα με δυο λόγια, κ' ελπίζω πως δε θα της ξανάρθη το φρένιασμα της απελπισιάς. Έτρεχα με τρομάρα κατόπι της, σα βγήκε από το κοιμητήριο, και να την προφτάξω δεν είχα δύναμη. Ο Θεός με φώτισε και πήρα το μονοπάτι και βρέθηκα ομπροστά της τη στιγμή που χύμιζε όξω φρενών κατά τον γκρεμνό.

Ορκίζομαι ενώπιον του σεβαστού τούτου δικαστηρίου, ότι έδιωξε με ταις κλωτσιαίς τον δυστυχή τον βασιλέα τον πατέρα της. ΓΕΛΩΤ. Πλησίασε, κυρία! Τ' όνομά σου είναι Γονερίλη; ΛΗΡ Δεν ημπορεί να το αρνηθή. ΓΕΛΩΤ. Να με συμπαθήσης. Σε πήρα διά σκαμνί. ΛΗΡ Ιδού κ' η άλλη. Μαρτυρούν τι έχειτην καρδιά της τα βλέμματά της τα λοξά. — Θα φύγη! Πιάσετέ την! 'Σ τα όπλα!

Περπατούσαμε πλάγι πλάγι σιγά, σα δυο φίλοι. Φτάξαμε σπίτι με τη νύχτα. Το πρωί πήρα το βαπόρι, ανέβηκα στο Σταβροδρόμι, έτρεξα στου Παβλή. Είταν πια φεβγάτος. Αμέσως πήγα στο Γαλατά, που μπαρκαρίζουνταν, και τον έφερα πίσω. «Να μη φύγης, να μείνηςΚαι φιληθήκαμε και σφιχταγκαλιαστήκαμε. Μίλησα ο ίδιος της μητέρας της και τάσιαξα όλα.. Και την πήρε και τον πήρε. Γράφε μου, γράφε μου, καλέ μου.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν