Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025


« Την 'πήρατο χαρέμι μου. » Και πρώτη τήνε 'φκιάνω » Την είχα 'σάν κορίτσι μου, » Την είχα 'σάν παιδί μου. » Μ' εφίλει· μου 'μαλάκωνε » Την άγρια ψυχή μου » Μου 'φαίνονταν 'σάν άγγελος «'Πό τον θεό, 'πό πάνω

ΙΩΝ Σε παράνομο μην τύχη κ' ήλθες γάμο; ΞΟΥΘΟΣ Ε, πάντα ο νηός είνε τρελλός. ΙΩΝ Πριν πάρης του Ερεχθέως την κόρη; ΞΟΥΘΟΣ Πριν, όχι ύστερα ΙΩΝ Λοιπόν μ' έχεις γεννήση προτήτερ' απ' το γάμο σου; ΞΟΥΘΟΣ Τα χρόνια συμφωνούνε και με την ηλικία σου. ΙΩΝ Πώς βρέθηκα δω πέρα; ΞΟΥΘΟΣαυτό δεν ξέρω τι να ειπώ; ΙΩΝ Πώς πήρα τόσο δρόμο; ΞΟΥΘΟΣ Παραξενεύομαι κ' εγώ.

Κ' έκλεισε τα μάτια κι από τα βλέφαρά της τρέξανε δάκρια. — Θα ξαναγίνουμε άλλη μια φορά ευτυχισμένοι, είπα και πήρα τα λόγια της σα μιαν υπόσχεση. — Ναι, ναι, αποκρίθηκε γοργά. Το καλοκαίρι. Με άκουγε κει που της μιλούσα για τις χαρές της νιότης μας και για τα νησιά, που μας είτανε το πιο αγαπημένο μέρος για το καλοκαίρι.

Ο Ψυχομάνης τάχασε πλιότερο. Εκούναε του Καναβιού το σελάχι στα χέρια κ' εγύρεβε λόγια. ε μασιέται, Κυρ-Λοχία μου! Δεν τρώεται πλιο! Μου χρωστάει δυόμιση δραμές από φαΐ και καφέδες. Του λέω να μου τις δώκη· δεν έχει, λέει σα βγη όξω, λέει. Και που θα τόνε ξαναϊδώ γω, Κυρ-Λοχία μου; Του πήρα γιά το σελάχι, να μου τις φέρη.

Δε σου την πήρα βέβαια, της απάντησα. Είναι αλήθεια. Έπρεπε όμως να είχα νοιώσει πως εκείνο που πίστευες σου είτανε πολύτιμο. Τόσο πολύτιμο, που δεν έπρεπε να σε κάμω ποτέ να νομίσης πως είτανε δυνατό να θέλω να σε φέρω σ' άλλους στοχασμούς. Όλο το πρόσωπό της έλαμψε σα να φωτίστηκε από φέγγος εσωτερικό και μ' αδύνατη, κουρασμένη χαρούμενη φωνή μ' αγκάλιασε και με καλονύχτισε.

Δεν το πίστευα πως μοίραζε τ' αντίδωρο ο πάτερ Νικόδημος, και πως γύριζε ο κόσμος στα σπίτια του. Άλλη είταν η γειτονιά της. Πήρα τότες το δρόμο μας με βαρειά και με λυπημένη καρδιά. Δε σας αφίνω, παλιά μου χρόνια! Θα σκαλίζω, θα ξετρυπώνω, και θαραδιάζω... Ένα ένα θα τα ξετυλίγω τα ψυχικά φυλαχτήριά μου... Να σε χαρώ, ανυπόμονε πατριώτη, μη μου ταφίνης έξω αυτά.

Έτσι εκατάφερε να παντρέψη ως τόρα τις τρεις αδερφές του, να συγγενέψη με τα καλήτερα σπίτια. — Ε, του λέγω Μανωλιό, μόλις τον είδα. Τόρα που έβγαλες αποπάνω σου το βάρος να κυτάξουμε να παντρεφτής κ' εσύ. — Εγώ; λέγει μ' ένα πικρό χαμόγελο. Εγώ παντρεύτηκα. Πήρα τέσσερες γυναίκες. — Τις αδερφάδες σου λες; Εκείνες με τη δόξα του θεού τις ξέκαμες.

Αγάλι' αγάλια κι η καταχνιά πήρε δρόμο, ο ουρανός ξάνοιξε, φάνηκε το γαλάζιο χρώμα του. Εκειός ο αέρας μ' έσωσε. Σηκώθηκα ορθός, λίγο ν' αναποδογυρίσω το μονόξυλο.. Να! και φάνηκε η στεριά, οι καλαμιές, τα δέντρα. Είμαστε ανάμεσα πελάου. Του λόγου της πάντα αναίστητη. Στην αρχή την πήρα πως τα τίναξε. Άρχισα να την τρίβω. Τη βάρεσε ο αέρας κι αυτή, άρχισε νάρχεται στα σέστα της.

Αχ! την τρομάρα που πήρα! Ακούω ένα μπλουμ! Καλά που βρέθηκα! Ο Θεός μ' έστειλε . . . Αμμή, έτσι αφήνουνε, χριστιανοί μου, μικρά κορίτσια, να παίζουν μοναχά τους κοντά στη στέρνα, γεμάτη νερό! . . . Ο Γιάννης, ιδών τα δύο αναίσθητα σώματα, εις τας ωχράς ακτίνας της αμφιλύκης, τραβών τα μαλλιά του, δάκνων τους αρμούς των δακτύλων του, απήντησε·

Πήρα ένα δρόμο κατηφορικό κοντά στον τοίχο και από μέσα, ως που έφτασα σ' ένα παλάτι όμορφο, του Πορφυρογέννητου, χτίριο βυζαντινό. Άλλο από εκκλησία, μεγάλο σπίτι βυζαντινό άλλοτε δεν είδα.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν