Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Ξαφνικά σε μια δυνατή γροθιά που του ζάλισε το κεφάλι τόβαλε στα πόδια, και γλύτωσε μέσα από τη θωρακισμένη πόρτα του πρόστεγου. Δυο-τρεις τον πήρανε κατά πίσω κι' όλοι αρχίσανε τις φωνές: — Ώωω! Ώωω! Ώωωω! Του Ρένα τα μάτια από λίγο να δακρύσουν.

Γνώρισε τη φωνή που είχε πρωτακούσει μέσα στα νερά της λίμνης, κρυμμένη κάτω απ' τη φτερούγα του κύκνου. Οι ανθρώποι του βασιλιά, που είχαν πάρει το ξένο βασιλόπουλο να το ρίξουν στα θηρία, λυπήθηκαν τα νειάτα του, το πήρανε μακρυά, όξω από τα σύνορα της χώρας, και του χαρίσανε τη ζωή.

Τσουπ! και ξεπροβάλλουν απ' τις πόρτες κι' απ' τα παραθύρια. «Ο φοβιτσιάρης, ο φοβιτσιάρηςΕγώ είμαι φοβιτσιάρης, Μιχαληό; Δεν με ξέρεις του λόγου σου; Στο μπρίκι σου δε με ταξίδεψες; Σαν έφυγα και σ' άφησα και βγήκα στη στερηάεσύ το ξέρεις το γιατίας όψεται που με κατάντησε. Και τον πήρανε τα κλάματα. Ο Μιχαληός τονέ λυπήθηκε και τον πήρε με το καλό στο σπίτι.

Απ' αυτόν τον τόπον σύρτε με μακρυά της αμαρτίας! Είμαι ο άμωμος αμνός της μυστικής θυσίας. Για φυγή κανείς μη μου μιλήση, το απαγορεύω! Μπρος, πάμε. . . Μόνος ο Κύριος μπορεί από τον δρόμο της καταστροφής να τον γυρίση. ΕυνίκηΠρίσκιλλα, έπειτα Σκλάβες. ΕΥΝΙΚΗ. Ώστε λες πως τον πήρανε; ΠΡΙΣΚΙΛΛΑ. Στη φυλακή τον πάνε, Δέσποινα. Πίσω κρυφοκύτταζα από την πόρτα 'δώ.

Άλλα τους λόγγους πήρανε και τα 'ψηλά βουνά σου, Και 'σάν τ' αγρίμια ζούν' εκείτα σπήληατα λιθάρια, Και με τομάρια ντύνονται, τρέφονται με χορτάρια. Στο Μεσολόγγι έφαγαν μπαρούτι για ψωμί. Αλλά δεν δίνουν τα κλειδιά, δεν δίνουν την τιμή. Χρόνος ακέρηος πέρασε, που τώχουνε ζωμένο. Και του γυρεύουν τα κλειδιά, το θέλουνε πεσμένο.

Κι' αφίνοντάς τους έτσι αφτούς σακατεμένους χάμου, πήγαν και θρήνος έκαναν μες στο σωρό, σα χοίροι που λαγωνίκες άσκιαχτοι ορμούν και δοντοσκίζουν· 325 έτσι έστρεψαν και σκότωναν. Και με χαρά οι Αργίτες γλυτώσανε απ' τον Έχτορα και πήρανε μια ανάσα.

Εκτός που καθαρίζουν περισσότερο, δε μένει και σαπουνάδα απάνω για να γιαλίζει όταν στεγνώσουν. Έστιψαν ύστερα σφιχτά-σφιχτά τα ξεπλυμένα ρούχα, και τα πήρανε να τ' απλώσουνε στους ε π ά ρ τ ε ς. Καθώς είχε βραδυάσει, κρεμάσανε στην πλώρην ένα μεγάλο πολύφωτο από ηλεκτρικά, και η δουλειά στο πλύσημο και στο άπλωμα γινότανε κάτω από μιαν ώμορφη φωτοπλημμύρα.

Τι ήταν εκείνοι μπροστά στους Μορφόπουλους τον καιρό που έκαμε καταδώθε ο παππούς σου; Καν τίποτα· τ' όνομά τους καλάκαλά δεν ήξεραν. Πήρε ο παππούς τη γη τους με το φύσημα. Τώρα με ξένη βοήθεια πήρανε πάλε το δικό τους· και ριχτήκανε στη δουλειά με τα μούτρα. Να· αυτός ο Θεομίσητος κύτταξε αφέντη πως δουλεύει. Περβόλι τόκαμε το μετόχι του.

Τον πήρανε τα δάκρυα και τα κατάπινε μέσα του.. — Ώρα να σας αφήσω, ξαναείπε. Άφησα και τις γυναίκες μοναχές, ναρθώ να μάθω κανένα μαντάτο. Κανένας δεν ξέρει τίποτε. Όποτε θέλει η θάλασσα θα μας τον δώση πίσω!... Καληνύχτισε και σηκώθηκε. Όλοι βουβοί γύρω, καθένας με τη γνώμη του. Κάτω απ' το μώλο φτάσανε βραχνά ταλυχτήματα των καραβόσκυλων.

Πίσω στης Χουσεήναινας. Δεν το είπα μαθές; — Εγώ λέγω καλλίτερα νάρθης με το Δάσκαλο απόψε. Σε θέλει, κ' έλα. — Μα να τρέξω να το πω μια στιγμή. — Όχι κάλλιο στο κελλί τώρα, κι αύριο το λες. Θέλοντας μη θέλοντας την πήρανε στο κελλί, αφού καλονυχτίσανε τη θεια Πασκαλιά.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν