Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Για δυστυχία τους, είχαν ξεχάσει να σηκώσουν στο κατάστρωμα τη βάρκα που είχε δεθή στην πρύμη κ' έσκιζε τη θάλασσα. Ένα μεγάλο κύμα την ξεκόβει από το καράβι και την πέρνει μακρυά. Η Ιζόλδη φωνάζει: «Αλλοίμονο! Δυστυχισμένη εγώ! Ο Θεός δε θέλει να ζήσω αρκετά για να ιδώ τον Τριστάνο, το φίλο μου, μια φορά ακόμη, μοναχά μια φορά. Θέλει να πνιγώ σ' αυτή την θάλασσα.

Την ερχομένην νύκτα ο κακότροπος βεζύρης πέρνει δύο πιστούς σκλάβους, και πηγαίνει εις το κοιμητήριον και ανοίγοντάς το εμπήκε μέσα· και έβγαλε τον Αμπτούλ από το κιβούρι και του έδωσαν ένα πιοτόν, και ευθύς που το έβαλεν εις το στόμα εσυνήλθεν εις τον εαυτόν του ο Αμπτούλ, και ανοίγοντάς τα μάτια του είδε τον βεζύρην και τον εγνώρισεν.

Οι άνθρωποι βλέπουν το πράγμα, μα ο Θεός βλέπει της καρδιές, και μόνος αυτός είναι δίκαιος κριτής. Γι' αυτό κι' όλα ώρισε πως ότι κάθε κατηγορούμενος θα μπορούσε με μονομαχία να υποστηρίζη το δίκηο του, και γι' αυτό ο Θεός πέρνει στης μονομαχίες το μέρος του αθώου. Γι' αυτό και ο Τριστάνος ζητούσε δικαιοσύνη και μονομαχία, και γι' αυτό παραδόθηκε έτσι στο Βασιλέα Μάρκο.

Ο κλέφτης άνοιξε το πάτημά του, Πηδά χαλάσματα και λαγκαδιαίς, Πέρνει το λείψανοτην αγκαλιά του... Κάλλιοτην πλάτη του χίλιαις βολιαίς. Αγριοπρίναρα, παλούρια, βάτοι, Τη σάρκα τώτρωγαν, όθε διαβή. Το αίμα του έβαφε το μονοπάτι, Εμπρός τρισκότειδο, και πίσω εχθροί. 'Σ το χιόνι εβάλτονε το παλληκάρι, Τη γλώσσα τώφρυγε δίψα σκληρή, Νύχτα θεότυφλη χωρίς φεγγάρι Και δεν απόσταινε, πάντα πατεί.

τα χόρτα το καθίζει Πέρνειτη φούχτα του νερό, το νίβει, το χτενίζει, Ζερβιά του βάνει το σπαθί, δεξιά το καρυοφύλλι, Πλένει το στόμα το βουβό καιτα νεκρά τα χείλη Βρίσκει ο Λαμπέτης άσβυστο σαν νάταν πετρωμένο Του γέρου το χαμόγελο γλυκ' αποκοιμημένο. Τότε εξαλάφρωσε η καρδιά, τότ' ένα δάκρυ πέφτειτο πρόσωπο του κλέφτη.

Φεύγει η Ιζόλδη και τρέχει έως το δωμάτιό της όπου η Βραγγίνα την πέρνει ολότρεμη στα χέρια της. Η Βασίλισσα της διηγείται την περιπέτεια. Η Βραγγίνα φωνάζει: «Ιζόλδη, κυρία μου, ο Θεός έκανε μεγάλο θαύμα για σας. Είναι πατέρας πονετικός και δε θέλει το κακό των αθώων

Άλλους από λιοντάρια σώζω κι' άλλους σφάζω. Γιατί ο Καίσαρ ο Γαλέριος χωρίς εμένα βλαστημά και βαρυαναστενάζει ολοένα, όσο γυναίκα του κι' αν δεν με πέρνει. Γιατί πρέπει κι' αυτό να μάθης. Είνε τσιγκούνης και γέρνει. η πρόστυχη ψυχή του πάντα στον παρά και να στεφανωθή την κόρη λαχταρά κανενός της Ρώμης πατρικίου με μεγάλη προίκα. Όμως στον διάβολο κι' αυτός κι' αυτή και όλη των η κλίκα.

Το πρωί, ο Τριστάνος τυλίγεται σε μια κουρελιασμένη κάπα, βάφει μεριές-μεριές το μούτρο του κόκκινο και μαύρο, και γίνεται σα λεπρός. Πέρνει ένα ξύλινο δοχείο για να μαζεύη ελεημοσύνες. Μπαίνει στους δρόμους του Σαιν-Λουμπέν κι' αλλάζοντας τη φωνή του ζητεί ελεημοσύνη απ' όλους τους διαβάτες. Θα μπορέση τάχα να ιδή πουθενά τη Βασίλισσα; Επί τέλους η Ιζόλδη βγαίνει από το παλάτι.

Σήμερα έχομε λειτουργία για κείνους που γεννιούνται, και όχι για κείνους που πεθαίνουν. Καταλαβίγκος; Σήμερον είνε ημέρα για τους ζωντανούς, Ξεροκαταλαβίγκος; Και αμέσως, οπού λες, άλλε μου καλέ, «Χριστός Γεννάται» και πέρνει καιρό. Κ' εφαίνετο το γέλοιο του από δω και πέρα· ώστε γελούσε και το σημάδι του προσώπου του.

Ο Ριόλ σηκώνεται πάλι στα πόδια, αλλά ο Τριστάνος μ' ένα χτύπημα πειο δυνατό σχίζει την κάσκα, και το κεφάλι μένει ακάλυπτο. Ο Ριόλ ζητάει ψυχικό, παρακαλεί να του χαρίση τη ζωή, κι' ο Τριστάνος πέρνει το σπαθί του. Καιρός ήτανε, γιατί απ' όλες της μεριές οι βαρώνοι της Νάντης έτρεχαν να βοηθήσουν τον κύριό τους. Αλλά ο κύριός τους ήτανε πεια παραδομένος, αιχμάλωτος.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν