United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε άρπαξε με τη γερή χερούκλα το μπροστήθι και τράβαε, κι' έπεσε όλο του ως πέρα, και του κάστρου άνοιξε δρόμο σε πολλούς γυμνώνοντάς του απάνου.

Μα εκεί που εκείνοι εμάχονταν, κ' ένας τον άλλο εχτύπα, Σαν άγιος φανερώθηκε λεβέντης καββαλλάρης Και με σπαθί 'ςτά χέρια τον ρίχνεται μέσ' 'ςτή μέση. Σε κάθε που έπεφτε σπαθιά εφτέρωνε η καρδιά μου. Κι' όσο που ο ήλιος έγειρε και πάει να βασιλέψη, Πέρα και πέρα εγιόμισε τον κάμπο από κουφάρια.

Δέφτερο εκεί το Θέστορα, με το βαρύ κοντάρι ορμώνταςκάθουνταν αφτός στ' αμάξι ζαρωμένος, τι τάχασε και τούπεσαν τα γκέμια του απ' τα χέριααφτόν δεξά στα μάγουλο ζυγώνει και του μπήγει 405 μια κονταριά και του τρυπάει το δοντοφράχτη ως πέρα.

Κι' ο ΓέροΠοταμός κυλούσε ταργοκίνητα νερά του, πέρα και πέρα από τις χώρες των ανθρώπων, με μια βασιλική ευτυχία. Κάτω από τα γέρικα κορμιά των δένδρων καινούργια φύτρα εχαιρετούσαν κάθε άνοιξι το μεγάλον ήλιο. Και οι μαννάδες τους έσκυβαν στοργικά και τους εμουρμούριζαν το παλαιό τραγούδι της ευτυχίας.

Αι, καιρός είνε, γιόκα μου, εσένα, σου το λέγω που είσαι κι ο πιο γνωστικός μου, να της βρούμε γαμπρό που να της αξίζη. Κωστ. Αυτή τη δουλειά να την αφήσης απάνω μου. Εγώ θα τη βγάλω πέρα. Οι γαμπροί δεν γίνουνται άψε σβύσε. Χρειάζεται υπομονή το κυνήγι τους. Εγώ θα τονε βρω το γαμπρό κ' έννοια σου. Και του λόγου σου πια κοίταζε τα συγύρια της. Δέσπω.

Έπλυνε καλά τις πληγές, καθάρισε, συγύρισε τον άρρωστο κ' ύστερα τον χάιδεψε στις πλάτες. — Ησυχία τώρα, είπε. Ούτε να μιλάς, ούτε να κουνιέσαι πολύ. Εσύ παλληκάρι μου, είπε πάλι στο Βαγγέλη, να κάτσης εδώ να τον προσέχης και να κάνης τα όσα θα σου πω. Τον πήρε πάρα πέρα και τον ωρμήνεψε.

Και κοίτα εκεί το Δομενιά που στέκει απ' τ' άλλο μέρος 230 όμιος μ' αθάνατο θεό στων λόχων του τη μέση με γύρω του των Κρητικών τα πρώτα παλικάρια. Συχνά τον φιλοξένεβε ο καστανός Μενέλας σπίτι μας, πέρα οχ το νησί σαν έρχουνταν της Κρήτης.

«Και πώς, παιδί μου, ο στοχασμός 'ςτον νου σου αυτός γεννήθη; και με ποιον τρόπο θε να πας της γης εις τόσο μάκρος, 'που 'σαι μονάκριβος υιός! και απ' την πατρίδα πέρα 365 εχάθ' εις άγνωστους λαούς ο θείος Οδυσσέας. και αυτοί θα σ' επιβουλευθούν με δόλο, άμ' εσύ φύγης, να σ' αφανίσουν, και όλ' αυτά να μοιρασθούν εκείνοι. αλλά κάθουτο σπίτι σου• ποσώς δεν σε συμφέρει 'ς τ' άπατο μέσα πέλαγος κακά να παραδέρνης». 370

Μια δίνει ο Κοπρούλας, ο πελώριος ο βοϊδολάτης με τη λερή πουκαμίσα και τα κόκκινα γένια τα στρυφτά, τον απόλυσε το Λιάρο. Λεφτερωμένος τόρα από τα δεσμά, που τούσφιγκαν πριν τα κέρατα, εχύμησε μ' ορμή κατάμπροστα. Επήδησε στις δυο ελιές ανάμεσα, να σμίξη πέρα τάλλα του συντρόφια. — Φραπ, φραπ! ετινάχτηκε ζερβόδεξα η θηλιά κ' εκαργάρησε στω δυο ελιών τις ρίζες.

Ελουζόταν κ' ερόδιζε το νερό από τα ροδομάγουλά του, κ' έλαμπε η σπηλιά από το καμάρι του, κ' εζήλεβαν οι Νεράιδες το λεβέντικό του αντρόσταμα. Σκάλωνε ύστερα στο βράχο απάνου, έγερν' εκεί, και στην πρώτη αντήλια οπάστραφτε κάτου στη νεροσυρμή, έσμιγαν τ' Αργύρη τα χείλη τη φλογέρα. Εγέλαε όλος ο κάμπος πέρα το τραγούδι του, κ' εζήλεβαν τα πουλάκια, κ' εφτεράκαε ζηλόφτονο ταηδόνι.