United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ας κρυφοτρέξουμε τώρα ως απάνω, να καμαρώσουμε και τη μάννα της. Ανεσαίνει άνθρωπος εδώ πέρα. Ορθάνοιχτα τα παράθυρα. Μπαινοβγαίνει ο δροσάτος ο μπάτης, και τους φέρνει την υγειά, τη ζωή και τη δύναμη. Χρειαζούμενος είναι κι αυτός για τα βλαστάρια που θα μας δώσης μια μέρα, λυγερή μου κοπέλλα! Είναι η μεγαλήτερη η κόρη τούτη, που ακκουμπάει εκεί στο παράθυρο, και λογιάζει τη θάλασσα.

Η βαθογάλανη αυτή η αστροφεγγιά είναι μέρος της Αττικής, καθώς του Παρθενώνα της μέρος είναι η πανώρια προμετωπίδα του. Κοίταγέ τα ταστέριά της και μέτρα τα αν μπορείς. Και σαν τ' απομετρήσης, πρόσθεσε την ιερή τη σκόνη της γης της, και τότες έχεις τις μεγάλες, τις δοξασμένες ψυχές που φεγγοβόλησαν εδώ πέρα, — από ένα Θησέα, ως ένα Καραϊσκάκη. Πέσε τώρα και προσκύνησέ την αυτή τη σκόνη.

Και τότε απ' την πολύδακρη ο Έχτορας τη μάχη 192 στάθηκε πέρα, κι' άλλαζε τα πλουμιστά άρματά του. Και τη δική του αρματωσά στους ασπιστάδες Τρώες τη δίνει μέσα ναν του παν στο στεριωμένο κάστρο, κι' έβαζε αφτός τ' αθάνατα τα όπλα τ' Αχιλέα 195 που ουράνιοι στον Πηλιά θεοί τα χάρισαν, κι' εκείνος τάδωκε πάλι γέρος πια του λατρεμένου γιου του. 196

Δεν έχει φέβγω πια να πεις, τι η Αθηνά η Παλλάδα 270 θα σε ξεκάνει τώρα εδώ με τ' άσπλαχνό μου χέρι, κι' ως στο στερνό μια κοπανιά τα πάθια των συντρόφων θα σ' τα ξοφλήσω πούσφαζες βαρώντας τους με λύσσαΕίπε, και σιώντας τίναξε το χαλκωμένο φράξο· μα τόδε ομπρός ο Έχτορας κι' απόφυγε το χτύπο, τι έσκυψε πριν, και τρέχα αφτό του σφύριξε από πάνου 275 και πέρα μπήχτηκε στη γης.

ΔΟΡΙΜΕΝΗ Α! α! ο κύριος Ζουρνταίν είναι πολύ ευγενέστερος απ' ό,τι εφανταζόμουν. ΔΟΡΑΝΤ Πώς, κυρία μου! για ποιόν τον παίρνετε τον κύριο Ζουρνταίν; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Θα ήθελα να με παίρνατε κατά τα λόγια μου. ΔΟΡΙΜΕΝΗ Κι' άλλο; ΔΟΡΑΝΤ Δεν τον γνωρίζετε. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Θα με γνωρίση όταν θελήση. ΔΟΡΙΜΕΝΗ Ω! δεν τα βγάζω πέρα μαζί του. ΔΟΡΑΝΤ Έχει την απάντησι πάντοτε πρόχειρη.

Μα μη νομίσετ' ότι ζητούμ' αυτά τα μέρη, Διότι ωφελείας η γη των θα μας φέρη, Αλλά διότι μόνον ελπίζομεν μια μέρα Καμμιά αρχαία δόξα να βρούμε κι' εκεί πέρα, Διά να φουρκισθήτε Εσείς οι Αβδηρίται. Ποιος εβίασε τον Βίσμαρκ προσκλητήριον να στείλη Κι' εις εμένα; . . . Εσείς μόνοι εγαυγίζατε σαν σκύλοι, Ότι πρέπει να καθίσω στο συνέδριον μαζύ σας Και με σας να έχω ψήφους στα ζητήματά μου ίσας.

Πού να βρεθή χάνι εδώ πέρα, και τι να πρωτοκάμη κανένα κουτσομάγαζο απάνω στο χωριό. Βλέπεις, πολίτης και στρατιώτης, εδώ ξεπέφτει. Αν δεν βρίσκουνταν κι αυτό το μοναστήρι αλλοίμονο στον κοσμάκη. Το χειμώνα παραδέ με τις βροχές, με τα χιόνια, με τον αποκλεισμό, έχουμε σωστό ξενοδοχείο στο μοναστήρι.

Το σπρώχνουν αποδώ, αποκεί το πληγώνουν. Είνε ξένο στο χωριό· ξένο στη ζωή και στο ξεφάντωμα. Φεύγα! του φωνάζουν κ' οι πέτρες. — Όχι· δε φεύγω! βρυχήθηκε άξαφνα ο Χαγάνος. Έρριξε πέρα το μαρκούτσι και πήδησε ολόρθος· τον έπνιξε το δίκιο κ' η αδυναμία του. Άρχισε βιαστικά να δρασκελάη απ' άκρη σ' άκρη το δωμάτιο. Πάταε κ' έτριζε το πάτωμα, βούλιαζαν τα σανίδια. Τούρχεται σαν τρέλλα.

Προχωρούσε το έργο και πήγαινε· και μαζί με τα καλλιτεχνικά σκαρώνουνταν και πλήθος άλλα πιο χρειαζούμενα. Υδραγωγεία, λουτρά, θέατρα, δικαστήρια, τέλος και πέρα από τέσσερεις χιλιάδες αρχοντόσπιτα και μέγαρα.

Εκεί πέρα βρισκόταν ίσως η σωτηρία του. Χελιδονοφωλιές, που με τον καιρό είχαν πάρει το χρώμα της πέτρας, βρίσκονταν σε παράταξη, σαν διακόσμηση, ανάμεσα στη σκεπή και στα παραθυράκια του μικρού σπιτιού.