United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα τέλος πια στους πύργους σαν έφτασαν των καραβιών και στο βαθύ χαντάκι, εκεί οι φρουροί τότ' άρχιζαν το δείπνο να τοιμάζουν· ύπνο όμως ο αργοφονιάς Ερμής τους περεχύνει 445 όλους, και το πορτί μεμιάς ανοίγει, και τους σύρτες τους σπρώχνει πέρα, κι' έπειτα μπάζει το γέρο μέσα και μπάζει τα καμαρωτά κανίσκια με το κάρο.

Το Βαγγελιό του διπλοπαράγγειλε, γιατί γνώριζε τη ψυχή μου και καταλάβαινε ότι θα γινόμουνα δυστυχής όταν θα μάθαινα πως η μητέρα μου ήτον άδικη και κακή. Ο χωριάτης όμως από μοχθηρία, ασυνείδητη ίσως, μου 'πε τα όσα γίνηκαν. Και με τέτοια μορφή κακίας μου παρουσίασαν την μητέρα μου, που γύρισα πέρα το πρόσωπο.

Ας έλεγαν εκείνοι πως βγαίνει ο Τρύφος πέρα στη βρύση, τα μεσάνυχτα, κάτω από τον πλάτανο, ντυμένος παπαδίστικα. Ας έλεγαν αφτοί πως ο Πάτερ-Παΐσιος τον κρύβει μυστικά στα σκοτεινά κελιά της Άγια- Πελαγίας. Όσοι έλεγαν πως μες τις κακουχίες τις βαριές, και μες τα βιαστικά του τα τρεχάματα, κρυφή αγάπη λατρεφτή τον θέρμαινε και τον εδρόσιζε τον Τρύφο, αφτοί είχαν κάποιο δίκιο περισσότερο.

Τ' αμπέλια κατάντησαν αδιάβατα· ρίχνει το κλήμα πέρα δώθε τις βέργες του με θυμό, σα να οχτρεύεται τον εαυτό του. Ούτε κουδουνολάσι, ούτε φλογέρα λαλεί στα βοσκοτόπια· τρύγοςτραγούδι όχι στ' αμπέλια· θεοίνεράιδες ούτε στα νερά. Περνάς τον κάμπο, σα να περνάς το θάλαμο νεκρού.

Ω! τι καινούργιο είνε πουλί αυτό που τώρα φθάνει; μήπως να χτίση έρχεται από τη στέγη κάτου φωλιές για τα μικρά του; —-Μα θα σου γίνη εμπόδιο του τόξου το τραγούδι. Έ, δεν ακούς; να πας εσύ κει κάτω να γεννήσης πουν' τα νερά του Αλφειού, ή στο λιβάδι του Ισθμού, αυτά ταφιερώματα δω πέρα να μη βλάψης. Είν' ο ναός του Φοίβου εδώ• δεν θέλω να σκοτώσω εσάς, που λέτε στους θνητούς τη βούλησι τη θεϊκή.

Λοιπόν δεν είναι παράδοξον αν η Φραγκογιαννού δεν εδίστασεν. Εχρεώθη ολίγα χρήματα, δούσα ενέχυρον ό,τι ασημικόν είχε, κ' εμβαρκάρησε, κ' επέρασε πέρα εις την αντικρυνήν νήσον, εις το χωρίον Πλατάναν, κ' επήγε να εύρη την Πορταΐταιναν.

Ήρθαν τις προάλλες μια βαρκιά ζεϊμπέκια από πέρα σ' ένα τούρκικο γάμο. Χορεύανε μια βραδιά γύρω στο μασαλά. Πήγαν όλοι να τους δουν, πήγε κι ο Καλαφάτης με την κόρη του. Το είδαν οι ζεϊμπέκοι το κορίτσι, και βαλθήκανε να το κλέψουν και να το πάρουνε στην Ανατολή.

Κι αφού την κάμουν να στενάξη ηδονικά, να χάση τον ύπνο και να την αρπάξουν τα όνειρα κ' η συλλογή, τραβούν τον δρόμο τους για την άλλη, και απ' αυτή ύστερα για την άλλη ακόμα, σ' όλες πέρα, πέρα. Έτσι και κείνο το βράδι θα γίνουνταν μια καλή μπαντονάδα. Κι ως ότου νάρθουν τα μεσάνυχτα και πέρα ακόμα, η ώρα της γύρας, η παρέα έπρεπε να γλεντήση πολύ ακόμα μέσα στην σκοτεινή εκείνη ταβέρνα.

Εκεί ετινάχθηκεν η καρδιά μου! Ο πόλεμος ακούετο, μα οι Ρούσσοι ήτανε μακρυά, ξεύρω κ' εγώ; στα Μπαλκάνια, μας έλεγαν, κι' ακόμη πάρα πέρα. Και τώρα να κόψουν έξαφνα τον σιδερόδρομο. — Είδες, είπα, και θα πάθη τίποτε το παιδί! και εκόπηκαν τα γόνατά μου κ' έμεινα στον τόπο. Εκεί επρόφθαξε το πλήθος βιαστικό και τρομαγμένο.

— Κ' οι τοποθεσίες! είπεν ο Γκαίτε, είναι ζωγραφισμένες με λίγες γραμμές και με τόση ακρίβεια, ώστε πίσω από τα πρόσωπα βλέπουμε στα ψηλά μέρη τα βουναλάκια τα γεμάτα από αμπέλια, τα λιβάδια, τους λαχανόκηπους, και πιο χαμηλά τις βοσκές, το ποτάμι, τα μικρούτσικα δάση και πέρα μακριά την ατέλειωτη θάλασσα.