Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025


— Ε, τώρα κατάλαβα, Έτσι, πες μου ντε! — Μόνον να θυμάσαι πρώτα-πρώτα να λες τα πειο πολλά από ό,τι περιμένεις να πάρης. Ταις άλλαις ημέραις οι έμποροι λένε ό,τι βαστά η ψυχή τους, σήμερα λένε ό,τι τους κατέβη . . . — Τώρα κατάλαβα. Έννοιά σου!

O Κουμπής εν τω μεταξύ είχεν υπάγει προς συνάντησιν του παπά-Σταμέλου ενορίτου του, εφημερεύοντος εις τον ναόν του Χριστού και του είπε: — Το βράδυ-βράδυ, να πάρης το πετραχείλι σου, και το αγιασματάρι· θα πάμε μαζί, για να ψάλης αγιασμό στη φεργάδα. Ο παπάς τον εκύτταξε με απορίαν. — Μη σου φαίνεται παράξενο. Είνε τόσοι χριστιανοί μέσ' τα καράβια.

Έτσι θρηνούσε, κι' άναψε αχόρταστο 'να κλάμα. 760 Τρίτη η πεντάμορφη αρχινάει Λενιό τα μοιρολόγια «Έχτορα, ο πιο λαχταριστός κουνιάδος της καρδιάς μου, άντρας μου ναι ο θεόμορφος ο Πάρης που στην Τροία μ' έφερε εδώ ... που έτσι ο γιαλός να μ' είχε πνίξει πρώτα!

Μα εσύ μου εγλύτωσες με την έγνοια των θεών για νάχουμε περισσότερους γεροκόμους. Μήτε λοιπόν εσύ να μου φυλάξης ποτέ πάθος για το πέταμα, επειδή δεν το αποφάσισα θέλοντας, μήτε κ' εσύ Άστυλε να λυπηθής, ότι θα πάρης ένα μερίδιο αντί για όλη την περιουσία. Μα ν' αγαπάτε ο ένας τον άλλο κι όσο για πλούτη και με βασιλιάδες παραβγαίνετε.

Δεν είξευρα τι να πω, . . τι να κάμω. — Χάρισμά μου; λέω, αφέντη, μα πώς . . . — Δεν έχει πώς, λέει· θα τα πάρης! Μου κάνεις χάρη, . . . . Και μου σφίγγει το χέρι. Μου σφίγγει το χέρι, Μαριώ, κατάλαβες; Τι να κάμω το λοιπόν; τα πήρα. Κακά έκαμα; έπρεπε να μη τα πάρω; Η πτωχή Μαριώ δεν ηδύνατο να απαντήση. Έκλαιε.

Μα κει που θα μου πάρης την ψυχή, αδερφούλη μου, κάλλια το σελάχι! ξεφώνησε ντροπαλά ο δύστυχος Καναβιός, κ' εγύρισε κατά μας, συχνοσηκώνοντας με μεγάλη στενοχώρια τους ώμους. Ο Κυρ-Λοχίας τόρα οπού εκατάλαβε τι τρέχει άναψε. Γύρισε κατά τον Ψυχομάνη στην άλλην άκρη. — Τ' είν', ωρέ, παλιόσκυλο; του λέει· τ' έχς για, ωρέ, και κάνς έτσι; Ο Ψυχομάνης τάχασε. — Ωρέ, γω σ' κρένω, τι χαλιέβς εκεί;...

Ω 'μέρα, 'μέρα τρομερή! της συμφοράς ημέρα! Δεν εξανάγινε ποτέ ημέρα τόσον μαύρη! Ω συμφορά! 'μέρα ψυχρή! δυστυχισμένη 'μέρα! ΠΑΡΗΣ Αδικημένη, έρημη, άθλια, ‘πέθαμμένη! Αδικημένη, θάνατε, απ' το σκληρόν σου χέρι, ω θάνατε, πικρέπικρέ! Αγάπη μου, ζωή μου! όχι ζωή, — αγάπη μου εσύ αποθαμμένη. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Βασανισμένη, δυστυχής· καμμένη, σκοτωμένη!

Εγώ σ' εγέννησα, κ' εγώ είχα καθήκον πάλι να σ' αναθρέψω, κύριον στο σπίτι να σε κάμω, αλλ' όχι και προς χάριν σου να χάσω τη ζωή μου. Αυτό καμμιά συνήθεια του τόπου δεν το λέει κι' ούτε απ' τον πατέρα μου το έμαθα ως νόμον. Αν εγεννήθης ευτυχής ή δυστυχής, δικό σου είναι γραφτό, από εμάς ό,τι ήτανε να πάρης το πήρες.

ΚΡΕΟΥΣΑ Ε, ξέρεις τι θα κάμης, συ; απ' το δικό μου χέρι να πάρης το παληό χρυσό της Αθηνάς στολίδι, και τράβα εκεί που ο άνδρας μου κάνει κρυφές θυσίες• και σαν τελειώση το φαΐ, και θέλουν για να κάμουν εις τους θεούς σπονδές, εσύ, κρυμμένο έχοντας τούτο στο φόρεμά σου, ρίξε το στου νέου το ποτήρι, μα στο ποτήρι μόνο αυτού, και όχι και στων άλλων,— 'ς αυτόν μονάχα, που θα' ρθη το σπίτι μου να πάρη• κι' απ' το λαιμό του σαν διαβή, ποτέ δεν θα πατήση στην ένδοξην Αθήνα μας, και θα πεθάνη εδώ!

Αν τώβαλες κατάκαρδα και θέλεις να την πάρης Μη παρατάς τα πρόβατα και πας παιδί μου, κλέφτης, Τι θα χαθή το σπίτι μας, το βιο μας θα ρημάξη, ... Κ' εγώ θα πάω 'ςτή μάνα της ταχυά να την γυρέψω, Κι' αν δε θελήση η μάνα της νύφη να μου την δώση, θα πάωτην πρωτομάγισσα και μάγια θα της κάμω.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν