Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Μα τη στιγμή που κόντεβε μες στους φρουρούς να πέσει, 365 προς τα καράβια φέβγοντας, πια τότες το Διομήδη τον δυναμώνει η Αθηνά, μην τον προλάβουν άλλοι και πουν π' αφτοί τον σκότωσαν, κι' έρθει κατόπι εκείνος. Κι' έκραξε του Τυδέα ο γυιός, με το κοντάρι ορμώντας «Στάσου, μωρέ, και σ' έφαγα! Ή στάσου ή θα σ' το μπήξω 370 όπου κι' αν είναι — κι' άκου με — στη ράχη το κοντάρι.»
Κι' ενώ ο Διομήδης έτρεχε κατά το δρόμο τ' όπλου — εκεί στο χώμα τούπεσε — μέσα απ' τους πρωτομάχους, τότες αφτός συνέφερε, και πίσω μες στ' αμάξι πηδά και τρέχει ως στους στερνούς και σώζεται απ' το χάρο. 360 Κι' έσκουξε του Τυδέα ο γιος, με το κοντάρι ορμώντας «Πάλε απ' το χάρο σώθηκες, σκυλί! Μιά τρίχα ακόμα και σ' έτρωγα.
Τέτια μ' ολπίδα σε θροφές και φόρους νύχτα μέρα 225 λιώνω τους Τρώες μου, κι' εσάς κάθε όρεξή σας κάνω. Έτσι ο καθείς κατάστηθα ορμώντας θέλει ας πέσει θέλει ας σωθεί· γιατί είναι αφτό της μάχης το παιχνίδι.
Δέφτερο εκεί το Θέστορα, με το βαρύ κοντάρι ορμώντας — κάθουνταν αφτός στ' αμάξι ζαρωμένος, τι τάχασε και τούπεσαν τα γκέμια του απ' τα χέρια — αφτόν δεξά στα μάγουλο ζυγώνει και του μπήγει 405 μια κονταριά και του τρυπάει το δοντοφράχτη ως πέρα.
Μ' αυτό περνώντας 'ς τα νεφρά τον λάκτισε ο χαμένος• απ' το στρατί δεν έκλινεν, αλλ' έμειν', ο Οδυσσέας• κ' εσκέφθη αν με το ρόπαλον ορμώντας του κατόπι 235 θα τον φονεύσ', ή σηκωτά 'ς την γη θα του κτυπήση την κεφαλήν αλλά 'ς τον νουν υπόμειν', εκρατήθη. τον άλλον κατά πρόσωπον ύβρισ' ο χοιροτρόφος, κ' ευχήθη μεγαλόφωνα, σηκόνοντας τα χέρια• «Νύμφαις κρηναίαις, του Διός κόραις, αν ο Οδυσσέας 240 μεριά ποτέ σας έκαψε με πάχος τυλιγμένα αρνιών κ' ερίφων, τούτον μου τον πόθον τελειώστε• ας έλθη εκείνος, ο θεός ας τον επαναφέρη• τω όντι θα σκορπίση αυτός τα καλλωπίσματά σου, 'που τώρα μ' έπαρσι φορείς και τριγυρνάς 'ς την πόλι 245 πάντοτ', ενώ κακοί βοσκοί τα πρόβατ' αφανίζουν».
Έπειτα, ορμώντας ξαφνικά από το μέρος που παραμόνευαν, άρπαξαν μια συνοδεία αμάξια του κόμητος Ριόλ. Απ' αυτή τη μέρα, αλλάζοντας πονηρίες και αντρεία, έρριχναν κάτω της σκηνές του, χτυπούσαν της εφοδιοπομπές, σκότωναν τους άντρες, και ποτέ δεν εγύριζαν στο Κάρχαιξ χωρίς να φέρουν κάποια λεία.
Κι' ο αντριωμένος Λιονταράς γιο σφάζει τ' Αντιμάχου με τ' όπλο, τον Απόμαχο, χτυπώντας τον στη ζώνη· απέ ξαμώνει τη βαριά απ' το φηκάρι σπάθα, 190 κι ορμώντας μέσα απ' το σωρό, τον Αντιφάτη πρώτα από κοντά τρυπάει — κι' αφτός ανάσκελα ήρθε κάτου — έπειτα και το Γιαμενό το Μένο τον Ορέστη, όλους τους στρώνει απανωτούς στη γης την καρποδότρα.
Κ' εγώ πεισμώνοντάς τηνε δεν την κυττάζω διόλου, και λέω πως άλλην αγαπώ, κ' εκείνη που τακούει, απ' την πολλή τη ζήλεια της μαραίνεται και λειώνει κι ορμώντας απ' τη θάλασσα τρελλή και μανιωμένη μ' αναζητά μέσ' στις σπηληές και σ' όλα τα κοπάδια. Σφυρίζω και στη σκύλλα μου να την γαυγύζη πάντα· γιατί σαν ήμουν μια φορά γι' αυτήν ξετρελλαμένος χαϊδολογώταν κρύβοντας τη μούρη της στα σκέλια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν