Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Κάτω στην άκρη του γιαλού χωριατοπούλες πλέναν, Πλέναν τα ρούχα κι' άπλωναν και με τον άμμο επέζαν, Φύσηξε ένας κακός θρακιάς, φύσηξε τρεμουντάνα, Και κάποιας ανασήκωσε το γυροφούστανό της, Κ' εφάνη τ' άσπρο πόδι της κατάζορκο ως το γόνα, Κ' έλαμψε ολόγυρα ο γιαλός, κ' έλαμψε ο κόσμος όλος.
Έτρεξε ο Νίκος να τηνέ σήκωση κ' εκεί που την τραβούσε απ' τα δυο της τα χέρια, γονάτισε κι αυτός και το στήθος της, το ζεστό και σαν πουπουλένιο, ακκούμπησε απάνω ατό δικό του και τα χείλια του, τα φλογισμένα, έπεσαν απάνω στα δικά της κ' η πνοή της, που ήτανε σαν του φρέσκου ψωμιού την άχνα, τούρθε μες στο στόμα του. . . Τότες τη Λιόλια την έπιασε μιαν αλλοιώτικη τρέμουλα: θυμήθηκ' εκείνο το βράδυ που την πρωτοφίλησε ο Νίκος;-τώρα έξαφνα τρόμαξε από την μοναξιά ολόγυρά της; ή έτρεμε καταπώς τρέμει το φύλλο της λεύκας στο κοτσανάκι του μόλις που ορθρίση, πριν ναρθή το αγεράκι της αυγής να το φιλήση και σαν το νερό που κοιμάται κι απαντέχει τον ήλιο να το χρυσώση ; . . . Μονομιάς βρέθηκε ολόρθη κι άρχισε να τρέχη όχι πια να τρέχη μοναχά, μα να φεύγη : έτσι φεύγει το ζαρκάδι μπρος απ’ τον κυνηγό, το χελιδόνι μπρος απ’ το γεράκι. . . Κι άξαφνα στα μάτια της μπροστά φάνταξ' ένα φέγγος, σαν από χιόνι σταματημένο ανάερα, ακίνητο, με μίαν αχνή ρόδινη γλύκα στην ασπράδα του και σα μέσα σ’ ένα αθώρητο δίχτυ από χρυσές αχτίδες.
Κι' οι προεστοί των Αχαιών μαζέφτηκαν κατόπι στον Αχιλέα ολόγυρα και τον περικαλούσαν να φάει και κάτι, μα όχι αφτός τους έλεγε βογγώντας «Να ζήστε, αδρέφια, αν μ' αγαπά κανείς σας, μη μου λέτε 305 ψωμί ή κρασί προτύτερα στο στόμα μου να βάλω, γιατί έχω μες στα στήθια μου τα σπλάχνα ματωμένα. Κι' ως να νυχτώσει αν καρτερώ, σας λέω μη με φοβάστε.»
Ολόγυρά μας από τα χορταριασμένα κομμάτια της γης πρόβαλλαν ολόχαρα εδώ κ' εκεί τα πρωτόλουβα λουλούδια του χινόπωρου, η ξανθές κυκλαμιές, που τες ανάκραξαν ερωτικά από τα κλωνάρια του πριναριού οι συμπαθητικοί καλογιάννοι με το μονότονο κ' επαναληπτικό, το γλυκό και χαριτωμένο κελαϊδισμό τους.
Και πάλιν εξετάζων τας φθοράς των πραγμάτων τούτων και τα παθήματα ολόγυρα και εις τον ουρανόν και εις την γην εφάνηκα εις τον εαυτόν μου ότι είμαι τόσον ανίκανος διά την τοιαύτην εξέτασιν, όσον κανέν πράγμα εις τον κόσμον.
Η έλαφος βλέποντάς τον που επλησίαζε, σηκώνεται ελαφρά και κάνει δύο τρία πηδήματα, έπειτα ρίχνεται εις το νερόν, εις τρόπον που δεν εματαφάνη πλέον. Όθεν ο βασιλεύς της Κίνας ξεπεζεύει ευθύς, πάσχει, γυρίζει ολόγυρα της πηγής, ανακατώνει το νερόν, χαλεύει το κυνήγι μα μη ξεσκεπάζοντας τίποτε με τα χαλέματά του, μένει εις μεγάλην απορίαν διά τούτο το συμβεβηκός.
Η δυο ψυχαίς πάντα, πετούν... Πετούν ολίγο ακόμα Και φτάνουν 'ς ένα ψήλωμα... — Θανάση, στάσου τώρα Κι' ολόγυρά σου κύτταξε. — Δεσπότη!... Ποια είν' εκείνη Η χώρα που μαυρολογά, χτισμένη 'ς εφτά ράχαις;.. Μου φαίνεται άγρια θάλασσα, και το ροχχάλιασμά της Τακούω που φτάνει ως εδώ;... — Ελεημοσύνη... Ένα σπαθί... Πριν φέξη τήνε πέρνω. — Διάκε, δεν ήρθ' η ώρα μας.
Τότε ο βασιλεύς εκείνος επροχώρησε μέσα εις τους θαλάμους του παλατίου, οι οποίοι ήσαν στρωμένοι με τάπητας μεταξωτούς και ολόγυρα με στρώματα και προσκέφαλα χρυσοΰφαντα της Ινδίας· επέρασεν έπειτα εις ανώγειον μεγαλοπρεπές, εις την μέσην του οποίου ήτον μία χρυσή τετράγωνος λεκάνη, και εις κάθε γωνίαν είχεν ένα λεοντάρι χρυσούν.
Με βρόντους βαριούς σιδερικών, με σπαθιών χτύπους, με βουή μεγάλη και τρομερή ποδοχαλή πλάκωσε όλος ο λόχος πάνω. Εμπουκάρησε με λόχη στα όπλα μες το προάβλιο, που με των καταδίκων τα παλιοτσάβαλα, σωρούς ολόγυρα απλωμένα ακόμα, έμοιαζε μέσα εβραιοπάζαρο σωστό. Δύο φαντάροι ήταν βαριά πληγωμένοι. Ένας βαρυποινήτης του Εφτά που τάχε πριν ζυγά τα μάτια, το έπαιξε το ένα στο φοβερό το σπαθοπόλεμο.
Αφ' ού ήθελαν ευχηθή αυτά, καθείς από αυτούς διά τον εαυτόν του και διά τους απογόνους του, έπινε και αφιέρωνε την κούπαν εις τον ναόν του θεού, και έπειτα κατεγίνετο εις το φαγητόν και τας άλλας αναγκαίας διατυπώσεις· όταν δε ήθελε σκοτεινιάση και η φωτιά ολόγυρα εις τα θύματα ήθελε σβυσθή, όλοι τους, αφ' ού ήθελαν φορέση μίαν στολήν γαλάζιαν ωραιοτάτην, εκάθιζαν πλησίον εις τα καυμένα απομεινάρια της θυσίας του όρκου, την νύκτα, αφ' ού ήθελαν σβύση παντού μέσα εις τον ναόν κάθε φωτιάν, εδικάζοντο και εδίκαζον, αν κανείς από αυτούς είχε κατηγορίαν εναντίον άλλου ότι παρέβη τον νόμον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν