Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
Ο κόσμος παραμέρισε να κάνη τόπο στους δυο νέους, που με τα γερά τους μπράτσα σηκώνανε, στερεά και αναπαυτικά, το παραλυμένο κορμί. Δυνατά τα χέρια τους το δένανε, μα τα πόδια τρέμανε καθώς αργοπατούσαν και πρόβαιναν. Οι άλλοι ολόγυρα σκύβανε αλαλιασμένοι, να γνωρίσουνε τον χτυπημένο. — Ο Γιώργης ο Πολυζώης δεν είνε; — Ο Γιώργης ο καλαφάτης! — Καλέ αυτός! Δεν τονέ βλέπεις; Κάνανε το σταυρό τους.
Άχνιζε τώρα κατά τη δύσι του το φεγγάρι και στ' ανατολικά κορφοβούνια, εκεί που πρώτα έλαμπε ο Γελαντζής, έσκαε ο Αυγερινός τώρα. Ο Μπάρρος, ο Καταρραχιάς, τ' Αυτί, η Νύφες κι άλλες ολόγυρα κορφές ασπρογάλιαζαν στο γλυκοχάραμμα.
Ολόγυρά του απλώνονται όλ' οι καρποί των δένδρων κι άνθη πανώρηα, δροσερά μέσ' σ' αργυρά καλάθια και σε λαγήνια ολόχρυσα μύρ' από τη Συρία. Ολόγυρα του λιχουδιές που πλάθουν οι γυναίκες με τέχνη ανακατεύοντας λουλούδια κι άσπρο αλεύρι κι άλλα από μέλι γλυκερό κι από καθάρειο λάδι· κάθε λογής πετούμενα και σερπετά κοντά του.
Περεχυμένη στους κάμπους και στα βουνά, περεχυμένη στης θάλασσας τους αφρούς, στα πρασινόφορα τα Νησιά, με πέφκους πέφκους ολόγυρά σου, με τον ουρανό σου τον ολόλαμπρο, παντού σε ξανοίγω, παντού σε προσκυνώ, παντού σε λατρέβω, αθάνατη μου εσύ ψυχή της Ρωμιοσύνης. Γραμμένο στο Ροσμαπαμόνι, τρίτη, 8 τ' Άη Δημήτρη, 1901.
Αφού λοιπόν επέρασεν αρκετή ώρα της νυκτός μετά το δείπνον τούτοι όλοι οι νέοι εκάθησαν ολόγυρα και ο γέρων εις την μέσην· έπειτα άλειψαν τα πρόσωπά των με καπνιάν και ενδυθέντες μελανά, εφαίνοντο ωσάν φοβεροί Αράπηδες και ύστερον τύπτοντες την κεφαλήν και το στήθος, έκλαιον απαρηγόρητα, λέγοντες· ιδού ο καρπός της οκνηρίας, της ατάκτου ακρασίας και ασελγείας μας· και ούτως εξηκολούθουν όλην την νύκτα κράζοντες, είδαμεν, εγεύθημεν, επάθαμεν και ύστερα μετενοήσαμεν.
Αδύνατο να γίνη διαφορετικά. Ο συγγραφέας δεν είχε πρόχειρο άλλο αντίτυπο. Έφερε η μαμά το δικό της κι αφού σβήστηκε καλά τόνομά της, ο μπαμπάς έγραψε στο βιβλίο: &Του μικρού Νέννε — ο μπαμπάς.& Και τότε ησύχασε ο Σβεν. Δηλαδή φάνηκε πως ησύχασε. Γιατί δε ζήτησε περσότερα. Γύριζε μόνο ολόγυρα και διάβαζε στο βιβλίο.
Κρέμαται λοιπόν εις τον αέρα και βράζει αναβαίνον και καταβαίνον, και ο αήρ και ο άνεμος, όστις είναι ολόγυρα εις αυτό, κάμνει το ίδιον. Διότι το ακολουθεί και όταν ριφθή εις το εκείθεν της γης μέρος και όταν ριφθή εις το εδώθεν.
Ήτο δε κατοικημένη κατά τα έξω μέρη, υποκάτω από τα ίδια τα πλάγιά της, από τους τεχνίτας και τους γεωργούς, όσοι εκαλλιέργουν τα πλησίον της μέρη· εις το επάνω δε μέρος μόνη η τάξις των πολεμιστών είχε κατοικήση ολόγυρα εις τον ναόν της Αθηνάς και του Ηφαίστου, περιτριγυρισμένη μ' ένα περιτείχισμα ωσάν το περιτείχισμα του κήπου μιας οικίας.
Είπε, και από το μέγαρον εκείνοι ευθύς εβγήκαν, του μεγαδύναμου Διός προς τον βωμόν καθίσαν, κ' εκύτταζαν ολόγυρα και φόνον περιμέναν. 380
Πλημμύρησε ολόγυρα, χύθηκε ανάμεσα σε κλαδιά, γλύστρησε στανοίγματα των παραθυριών, κατέβηκε από τις σαθρωμένες στέγες, πέρασε από τρύπες και χαραμάδες και μοίρασε από ένα γλυκό όνειρο σε κάθε κρεββάτι. Μονάχα στο στρώμα της όμορφης χήρας δεν μπόρεσε ναφήση το χάρισμά του. Καθώς γλύστρησε απ' τη σχισμάδα του παραθυριού, αντίκρυσε δυο μεγάλα μάτια, ορθάνοικτα, γεμάτα δάκρυα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν