Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025


Και σ' έμελλε, πατέρα μου, εσύ να ξενυκτήσης όπου οι χοίροι ξενυκτούν κ' οι έρημοι ζητιάνοι! Αλλοίμονον! Πώς έγινε συγχρόνως με τον νουν σου να μη σου φύγη κ' η ζωή;... Ξυπνά! Ομίλησέ του. ΙΑΤΡΟΣ Εσύ καλλίτερα, εσύ, κυρία, λάλησέ του. ΚΟΡΔ. Πώς είναι ο αυθέντης μου; Ο βασιλεύς πώς είναι;

ω μάγισσα που μιαν αυγή πεθαίνει στο όνειρό σου, ξύπνα στο φως νέο όνειρο που ξεχειλίζει εμπρός σου, ξύπνα στο φως που γύρω σου τους ίσκους, δες, σκορπίζει, στο νέο το φως που τα νερά με κρίνους τα γεμίζει, στο φως που λάμπει ολόφεγγο και στου κισσού τα φύλλα κι άνθη τού πλέκει στα κλαδιά και τα πλουμά με μήλα, στο νέο το φως που πλημμυρά ξανθό καρπό το αμπέλι, στο νέο το φως που αδάκρυτα τα μάτια σου τα θέλει· ω μάγισσα, στη θεία χαρά, στο θείο ξύπνα αιθέρα που λαχταρά του γέλιου σου τ' αηδόνια η νέα ημέρα!

Καμμιά φορά το νόημα, στο πρώτο διάβασμα, είναι σκοτεινό, και μπορεί να μείνει σκοτεινό όσο κι αν το διαβάσει κανείς· τότε όμως ενεργεί η μουσική του στίχου, και η suggestion που μια λέξη, μια φράση, ένα απλό επίθετο, ξυπνά μέσα μας και χύνει φως απροσδόκητο.

Εις το πλευρόν του κάθισε και συ, συνάδελφέ του. Κάθουτο πλάγι των και συ. Μ' αυτούς και συ θα κρίνης. ΕΔΓΑΡ Να κάμωμεν δικαιοκρισίαν. Ξύπνα, βοσκέ μου, και μην κοιμάσαι. Πατούν τα στάχυα τα πρόβατά σου. Δεν τα σφυρίζεις νάλθουν σιμά σου; Ή τον δραγάτην δεν τον φοβάσαι; Πρρρ! Η γάτα είναι στακτιά.! ΛΗΡ Πρώτη αυτή να κριθή. Είναι η Γονερίλη.

Όταν το γλυκοχάραμμα στα κορφοβούνια φέγγει, Που στα χρυσά τα ονείρατα ξυπνά η χωριατοπούλα Και πάει στη βρύση γιο νερό, τέτοια τραγούδια λέγει. Τα καλοκαίρια τα ξανθά, που οι ξενοδουλευτάδες Θερίζουν άυπνοι ολονυχτίς τα καρπερά χωράφια Με το φεγγάρι το λαμπρό, τέτοια τραγούδια λέγουν

Την ερχομένην ημέραν έρχεται η Μεδινά, και την ξυπνά λέγοντάς της, σηκώσου, αγαπημένη μου αδελφή, να διηγηθής την ιστορίαν που έταξες την απερασμένην ημέραν, διότι έχω πολλήν περιέργειαν διά να την ακούσω, επειδή και καταλαμβάνω ότι θέλει είναι πολλά ωραία. Η δε Χαλιμά σηκωθείσα, ευθύς άρχισε να την διηγηθή, καθώς θέλετε ακούσει. &Ιστορία του βασιλέως Βεδρεδήν Λώλου και του Βεζύρη του.&

Είχα δει βράχους γυμνούς να υψώνουνται απάνω από το κύμα, που έσπαζε στα πόδια τους, κ' αιστάνθηκα να ξυπνά μέσα μου η παράξενη θύμηση μιας μεγάλης τρικυμίας, που χτυπούσε με σωρούς άμμο το ευαίσθητο παιδικό πρόσωπό μου. Είναι παράξενο πώς κρατεί κανείς τόσον καιρό μια τέτοια θύμηση κι ακόμα πιο παράξενο πώς μπορεί αυτή κ' ενεργεί με τόση δύναμη μες την ψυχή μας.

Εγώ θαρρώ πως λιποθυμά, γιατί προσευχή τόσο κακή σαν τη δική του, δεν είναι για ύπνο. Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ας πάμε κοντά του. Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ξύπνα, ξύπνα, κύριε, 'μίλησέ μας. Β’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Δεν ακούς, κύριε; Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Το χέρι του θανάτου είναι απάνω του. Ακούσατε! Τα τύμπανα ξυπνούν μεγαλοπρεπώς τους στρατιώτας. Ας τον φέρωμεν εις το φυλακείον.

Την στιγμήν εκείνην του ήρχετο εις την μνήμην έν άσμα επτανησίου ποιητού, το οποίον έπαιξε τόσον μέρος το πάλαι εις όλους τους ρωμαντικούς έρωτας του καιρού εκείνου: «Ξύπνα γλυκεία μ' αγάπη...», κ' ενθυμείτο το δίστιχον: «Μόνον τ' αχνό φεγγάρι...», ως και το άλλο: Έχετε γεια, λαγκάδια, βρυσούλαις, κρύα νερά, γλυκειαίς αυγαίς, πουλάκια, για πάντα έχετε γεια!

Ανδρειεύεται η καρδιά του Τρέχει ακόμα λίγο εμπρός, Μια κρυφή βρίσκει σπηλειά του, Μέσα ρίχνεται ο φτωχός. Ξεφορτόνεται, δειλιάζει, Γέρνει αναίσθητοςτη γη, Κλει τα μάτια του, πλαγιάζει Και το λείψανο κρατεί. Κ' εκεί πούτανε θαμμένος Μεςτου ύπνου τη νυχτιά, Σ' το πλευρό του ο σκοτωμένος Ανταριάζεται, ξυπνά. Στέκει εμπρός του... Τα δυο μάτια Κούφια χάσκουνε πλατειά.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν