Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Θα πιούμε δροσερό νεράκι αχόρταγα, θα γελάσουμε μ' αγάπη και μ' άδολη χαρά, θα κόψουμε κλωνάρια ανθισμένης λυγαριάς, και θα τραβήξουμε ακόμα το δρόμο μας. Θα σφογγίσω τον κουρνιαχτό των λουστρινιών σου με το μαντήλι μου, και θα πάρουμε το μονοπάτι του δάσους. Θα μπούμε μέσα. Το μυστήριο, οι σκιές του θα μας πλημμυρίσουν τη ψυχή, θα μας μεθύσουν. Η φύση ολάκερη θ' αναγεννάται εκεί μέσα.
Τότε τα ψηλά δένδρα τον λυπηθήκανε, μετανόησαν που τον είχαν προδώσει με το βουητό τους, και το ψηλό το κυπαρίσσι, που άγγιζε με την κορφή του το φεγγάρι, τούγνεψε από ψηλά και του είπε: — Σαν θέλης να ξανάβρης την αγάπη σου, βάλε ατσάλι στην καρδιά και σίδερο στα πόδια και τράβα το μονοπάτι που ανεβαίνει στο βουνό. Το βασιλόπουλο αναστέναξε.
Δε γρουνίζω πως σ' αγροίκησαν πως τα πρύμισες κατά 'δω, θάρθουν τώρα να χαλέψουν. Όπου κι' αν είναι, πλάκωσαν! Ακούς κάτου, στη Σκοτ'νή Σπ'λιά, στο κακόρρεμμα, κατακεί να πάρης το φύσημά σου! Στο Κλίμα στο Μονοπάτι, στου Π'λιού τη Βρύση, εκεί, να σε πάρουν στο κοντό, δεν μπορούν να σε πιάσ'ν! Αποκεί μπορείς να κατεβής στο Γέροντα, στο Ερμητήριο, να ξαγορευθής τα κρίματά σ', καϋμένη. Τρέχα! . . .
Την ώρα ίσια ίσια που η Ασήμω χωνότανε μέσα στα μεσημεριανά κατατόπια της, ξεκινούσε κι ο Πανάγος από το σπίτι να ρίξη μια ματιά στις δουλειές του. Το χωριό, καθώς ίδαμε, δεν είταν και πολύ μακριά. Πήρε το μονοπάτι και πότε διαβαίνοντας από βάτους ανάμεσα, πότε από θυμάρια κι από ρίγανες, πότε πάλε πηδώντας λιθάρια ξερά και γυμνά, ζυγώνει τα λιοφυτεμένα βουνόπλαγα.
Γιατί την ιστορία την πήγες από κείνο το δρόμο ; Γιατί την ψυχή μου την περίμενες σ' εκείνη τη στροφή εκείνη τη νύχτα ; Το άστρο γιατί το γκρέμισες στο διάστημα ; Το λαό που πήγαινε γιατί τον σταμάτησες ; Πώς ξέρεις το δρόμο της καταστροφής ; Πώς βρίσκεις το μονοπάτι της σωτηρίας; Ω πέτρινη διάνοια, βουνό που στέκεις στα βάθη της Ανατολής, ω άγνοια! Γιατί; Γιατί; Γιατί;
Στ' αντικρινό κατάρραχο έλαμπε τ' ώμορφ' άστρι, Τα σπερινά τ' απόφοιτα στο βάθο ασπρολογούσαν Και κάπου κάπου στη θαμπή και μακρινή τους φέξη Το μονοπάτι του βουνού ξεχώριζε στους βράχους.
Εξ όλων τούτων αναχωρούντες οι αληθινοί φιλόσοφοι, είπεν ο Σωκράτης, σχηματίζουσιν αναγκαίως τοιαύτην ιδέαν, ώστε και μεταξύ των τοιαύτα να λέγωσιν, ότι κάποιο μονοπάτι τρόπον τινά εις την σκέψιν μας αλλάζει τον δρόμον εις ημάς και εις το λογικόν· διότι εν όσω έχομεν το σώμα και η ψυχή μας είναι ανακατωμένη μαζί με το τοιούτον κακόν, ποτέ δεν θ' αποκτήσωμεν αρκετά εκείνο το οποίον επιθυμούμεν· λέγομεν δε ότι τούτο είναι η αλήθεια.
Το νεογέννητο γαϊδουράκι καθότανε παραπονεμένο ακόμα δίπλα στη μάννα του. Πέρασα ένα μικρό μονοπάτι κ' έφθασα ως το δρομαλάκι. Έκαμα κάμποσα βήματα απάνω στο άσπρο, ξερό χώμα και προχώρησα λιγάκι χωρίς διάθεση. Η ερημιά κ' η ξεραΐλα μου κάμανε πλήξη. Σε λίγο άρχισα να βαρυέμαι και το βήμα μου σιγά — σιγά γινότανε ολοένα πιο αργό και πιο απρόθυμο.
Παρακάλεσε το χάρο ναρθή να το γλυτώση απ' τα βάσανά του. Μα ο χάρος δεν ερχότανε. Τότε πήρε το ραβδί του, σηκώθηκε με κόπο απ' το χώμα και ξεκίνησε στον καινούριο δρόμο. Τα λουλούδια και οι κύκνοι του περιβολιού τον βλέπανε, που ανέβαινε το έρημο μονοπάτι. Ύστερα τον εχάσανε. Και ρώτησαν τα λουλούδια κ' οι κύκνοι τα ψηλότερα δένδρα: — Περπατάει ακόμα;
Αυτά 'παν κ' εχωρισθήκαν να εύρη επήγ' εκείνη 'ς την θείαν Λακεδαίμονα το τέκνο του Οδυσσέα. 440 Ραψωδία Ξ Και απ' τον λιμέν' ανέβη αυτός το άγριο μονοπάτι εις όρ', εις δάση, όπ' η Αθηνά του 'πε ότι μένει ο θείος χοιροβοσκός, 'που εγκαρδιακά το βιο του συντηρούσε, απ' όσους δούλους έλαβεν ο θείος Οδυσσέας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν