Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Κ' εκεί που υποσχότανε η κόρη, σφούγγιζε με το μανικοπουκάμισο τα δάκρυά της και κύτταζε τον άντρα της ποθητά κ' έβλεπε το μονοπάτι που ξετυλιγόταν μακρυά, μέσα στου δάσου τα χλωροκύματα. Και βλέποντας έσερνε ανάλαφρα τα χέρια της απ' τις σφιχτοκλεισμένες παλάμες της γριάς και τίναζε το κορμί, σα να τη στένευαν τα ρούχα της.

Μίαν ώραν σχεδόν μακράν της πόλεως κείται έν χωρίον που ονομάζεται Βαλάιμ . Η τοποθεσία του επί λόφου είναι γραφικωτάτη, και όταν από το άνωθεν μονοπάτι εξέρχεται κανείς από το χωριό, επιβλέπει διά μιας όλην την κοιλάδα.

Απαρατάω το ραβδί, κρεμάω τον αραγό μου, Την κόρη αρπάζω οχ' τα μαλλιά, και την φιλώτα χείλια. Κ' έβαψαν και τα χείλια μου. Βοσκαρούδικα κοπέλλια, έτσι η στάνες να πληθύνουν, Να προκόψουν, να χιλιάσουν τα καλά σας τα κοπάδια, Πέτε, αυτό το μονοπάτι πού να πάη, γιατ' είμαι ξένος. — Στο Παλιόκαστρο, διαβάτη. — 'Σ τα Χαλάσματα ψηλά. — Τώρα σούρπωσε, νυχτώνει, πού θα περπατάς μονάχος;

Παρ' άμα γύρισε το σκυλί από τις γειτονικές του περιοδίες, και δεν βρήκε τον αφέντη του σπίτι, πήρε το μονοπάτι κι αυτός, και πρι ναποτραβήξη, ας είταν και μια φορά, την ξεκρεμασμένη του γλώσσα, σκύβε σκύβε και μύριζε μύριζε βρέθηκε μέσα στα λιόδεντρα. Από κει πάλε μια και δυο και στις καστανιές.

Σαν γυρίσης ζωντανός, η βασιλοπούλα θα γίνη δική σου. Το βασιλόπουλο γύρισε και κύτταξε τα ματωμένα του ποδάρια και τα κουρελιασμένα του ρούχα, ύστερα σήκωσε τα μάτια του και κύτταξε το μονοπάτι που σκαρφάλωνε στην κορφή του ψηλού βουνού. Και το πήρανε τα κλάματα. — Αλλοίμονο! είπε. Τα πόδια μου δε με βαστάνε πια. Θα καθήσω εδώ να ξεψυχήσω.

Εγνώριζε παμπόλλας πλαγίας οδούς, και μονοπάτια γνωστά μόνον εις τους ανθρώπους του επαγγέλματός του. — Εκεί μεταξύ των θάμνων ήρχιζε ένα μονοπάτι γνωστότατον αυτώ· χιλιάκις το είχε διατρέξει. Διά του μονοπατίου τούτου θα προελάμβανε τους πειρατάς κατά χίλια τουλάχιστον βήματα. Είχε καιρόν να υπάγη, να έλθη, κ' εκείνοι να μην έχουν φθάσει ακόμη! Ήτο μονοπάτι και ήτο κρημνός.

Τα σφουγγίζει μάνι μάνι με την ποδιά της, και μπαίνει σε βαθεια συλλογή. Αμίλητη, ανάκουγη, ασάλευτη, και μήτε ανασασμό. Κ' εκεί που κάθουνταν έτσι, αθώρητη κι αγνώριστη ζουγραφιά, ακούγει ποδοβολητό αποκάτω. Κάμνει πως σκύβει, και βλέπει δυο λεβέντηδες κι ανεβαίνουν το μονοπάτι, τα τουφέκια στον ώμο. Είταν ο αδερφός του Πανάγου ο Γιάνης κι ο αξάδερφός του ο Μιχάλης. Βγαίνανε στους λαγούς.

Πήρε μαζί του το δισάκι, έκοψε ένα γιασεμί από την αιμασιά και έφερε ένα γύρο για να ρίξει μια ματιά. Όλη η κοιλάδα του φάνηκε λευκή και γλυκιά σαν το γιασεμί. Όλα ήταν σιωπηλά: τα φαντάσματα είχαν αποτραβηχτεί πίσω από τα πέπλο της αυγής, ακόμη και το νερό μουρμούριζε πιο σιγαλά σαν να ήθελε ν’ αφήσει ν’ αντηχήσει καλύτερα το βήμα του Έφις στο μονοπάτι.

Έδεσε το βόιδι από τα κέρατα καλά. Εσαλάχησαν οι άλλοι βοϊδολάτες με τις μακριές τους βουκέντρες καταμπροστά τάλλο κοπάδι. Δεμένος με το σκοινί από τα κέρατα ο Λιάρος, έβλεπε με λαχτάρα τα συντρόφια του ναραδίζουν ελέφτερα το στενό μονοπάτι. Κλαίγοντας τη μάβρη σκλαβιά του, μου-ου-ου! μου-ου-ου! εμουκάνιζε παραπονετικά.

Και το μονοπάτι, εγώ δεν το ’φτιαξα κι αυτόΤο μονοπάτι σκαρφάλωνε προς τα επάνω, ενισχυμένο και αυτό από τοιχία ξερολιθιάς. Με αναχώματα υποστηρίζονταν το φρύδι της πλαγιάς και τα υψώματα του κτήματος. Ήταν ένα έργο υπομονής, γερό που θύμιζε εκείνα των αρχαίων προγόνων που έχτισαν τα νουράγκε.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν