United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απ' αυτόν τον τόπον σύρτε με μακρυά της αμαρτίας! Είμαι ο άμωμος αμνός της μυστικής θυσίας. Για φυγή κανείς μη μου μιλήση, το απαγορεύω! Μπρος, πάμε. . . Μόνος ο Κύριος μπορεί από τον δρόμο της καταστροφής να τον γυρίση. ΕυνίκηΠρίσκιλλα, έπειτα Σκλάβες. ΕΥΝΙΚΗ. Ώστε λες πως τον πήρανε; ΠΡΙΣΚΙΛΛΑ. Στη φυλακή τον πάνε, Δέσποινα. Πίσω κρυφοκύτταζα από την πόρτα 'δώ.

ΝΙΚΟΣΌχι, καθόλου. Γύρισε . . . ΔΩΡΑΜε το καλό όμως. Φίλησέ με. Αύριο πάλι. ΝΙΚΟΣΓιατί να σε φιλήσω; Μπορεί να μας ιδή κανένας... ΔΩΡΑΝίκο.. είσαι κακός. Τι θέλεις απομένα; Δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι. ΝΙΚΟΣΝάρθης μαζή μου. Να! Δεν θα πάμε μακρυά. Θα πάμε να καθίσωμε εκεί αποπίσω, μέσα στα πυκνά τα δέντρα. Είνε ένας πάγκος εκεί και κανένας δεν περνάει αυτή την ώρα.

Τόσον που κατάντησεν ο δυστυχής ο Παπαδράκος να πωλή αχινούςπέντετο λεπτόγια να ζήση. Και έβλεπαν συχνά οι άνθρωποι, ένα μίλι μακρυά από το χωριό, μια φλάσκα μεγάλη-μεγάλη μέσ' 'ς τη θάλασσα να καραβίζη. Ήτανε ο Παπαδράκος με το μεγάλο κεφάλι που έβγαζε τους αχινούς. Η φελούκα του εχώνευε, και το κεφάλι του φαινότανε ακόμα ένα μίλι μακρυά!

Η βασιλοπούλα τρόμαξε κ' έκρυψε το κεφάλι της κάτω απ' τη φτερούγα ενός κύκνου. Μα μέσα στα μάτια της τα κλειστά έμεινε χαραγμένη η ζωγραφιά του παλικαριού, με τα μακρυά ξανθά μαλλιά και τα ολόχρυσα ρούχα. Το βασιλόπουλο, σαν είδε την ομορφιά της, θάμπωσαν τα μάτια του, και τα πόδια του καρφώθηκαν στο χώμα. Ακούμπησε απάνω σ' ένα δένδρο σαν λιγοθυμισμένο.

Όταν ο Τριστάνος γύρισε στην καλύβα του δασοκόμου Όρρι, κ' έρριξε μακρυά το ραβδί και την κάπα του προσκυνητή, αισθάνθηκε βαθειά στην καρδιά του ότι ήρθε η ώρα να κρατήση το λόγο που είχε δώσει στο Βασιληά Μάρκο, και να φύγη μακρυά από την Κορνουάλλη. Τι χασομερούσε ακόμη; Η Βασίλισσα είχε δικαιλογηθή, ο Βασιληάς την αγαπούσε, την τιμούσε.

Χαράημερα και του χωριού κινούν η μαυρομμάταις Να παν' 'ςτή βρύσι για νερό. Περνούν, περνούν κοπέλλαις, Έρχονται με χαρχάγελα και φεύγουν με τραγούδια. Ύστερη απ' όλαις έρχεται η Αναστασιά της χήρας, Με τα μακρυά της τα μαλλιά, με τα γλυκά τα μάτια. Με το μεγάλο τόνομα και με το πλούσιο βιο της. Διαβαίνει με περπάτημα σειστό, καμαρωμένο.

Οι άνθρωποι της Κορνουάλλης ακόμη ονομάζουν αυτήν την πέτρα «Πήδημα του Τριστάνου». Μπρος στην εκκλησιά, οι άλλοι όλο τον περίμεναν. Άδικα όμως, — γιατί τώρα πεια τον πήρε ο Θεός στη φύλαξί του. Φεύγει... Ο αλαφρός άμμος βουλιάζει στα πόδια του. Πέφτει χάμω, γυρίζει πίσω, βλέπει μακρυά τη φωτιά. Τριζομανάνε η φλόγες και ψηλά ανεβαίνει ο μαύρος καπνός. Κι' ο Τριστάνος φεύγει..

Πόσο θα βαστήξη η τρέλλα σας; Θάρρος! Μετανοήστε, επί τέλους!» Ο Τριστάνος του είπε: « Ακούστε, άρχοντα Ογκρίν. Βοηθήστε μας να προτείνουμε ένα συμβιβασμό στο Βασιληά. Θα του ξανάδινα τη Βασίλισσα. Έπειτα, θάφευγα μακρυά, στη Βρεττάνη. Μια μέρα, αν ο Βασιληάς ήθελε να με ανεχθή κοντά του, θα γύριζα και θα τον υπηρετούσα όπως οφείλω».

Καθώς εζήτησε να στερεώση τα δύο μακρυά ξύλα του εργαλειού, παρατηρεί έλαμπαν και αυτά έως μέσα! — Μητέρα, ξύπνα! φωνάζει. Έλα να ιδής! Σηκώνεται η μητέρα. Τινάζουν τα ξύλα του εργαλειού και η λίρες γεμίζουν σωρός κάτω το πάτωμα. Κάτω απ' το εικόνισμα, μητέρα και κόρη αγκαλιάσθησαν και ευχαρίστησαν τον Θεόν διά την ανέλπιστον χαράν.

Αλήθεια; Εγώ και πρωτήτερα θα σου το έλεγα, είπεν η Αϊμά. — Πώς; γνωρίζεις εσύ τους δρόμους; είπε με σκληρόν τόνον ο Πρωτόγυφτος. — Δεν τους γνωρίζω, αλλά δεν ξέρω πώς μου εφάνη πως είμεθα πολύ μακρυά από το χωριό μας. — Α! έκαμε πτοηθείς ο Γύφτος. Και πώς εκατάλαβες ότι είμασθε μακρυά; — Έτσι μου εφάνη. — Έχεις λάθος, πρωτήτερα επηγαίναμε πολύ καλά, κορίτσι μου. Τώρα όμως . . . — Τώρα;